ἀμυνίας
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ, (ἀμύνω) masc. pr. n.
II Appellat., ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν ἀ. on its guard, Ar.Eq.570.
Spanish (DGE)
(ἀμῡνίας) -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
defensor Ar.Eq.570, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 131] θυμός, wehrhaft, mit Anspielung auf N. pr. Ar. Equ. 573.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se tient sur ses gardes.
Étymologie: ἀμύνω.
Greek Monolingual
ἀμυνίας, ο (Α)
αυτός που αμύνεται, που βρίσκεται σε θέση άμυνας, ο αμυντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμυνα + -ίας ή απευθείας από το ρ. ἀμύνω. Ο τύπος χρησιμοποιείται κανονικά ως κύριο όνομα, αλλά επίσης με κωμική έννοια στον Αριστοφάνη].
Russian (Dvoretsky)
ἀμῡνίας: ου (ᾰ) готовый дать отпор (θυμός Arph.).