ἄμυνα
English (LSJ)
ης, ἡ,
A warding off an attack, defense, self-defence, Theopomp.Com. 3D., Ps.-Phoc.32, Ph.2.31, App.Pun.73, etc.: c. gen. obj., ἐχθρῶν LXX Wi.5.17, Ph.1.322.
II vengeance, requital, Ps.-Phoc.77, Phld.Ir.p.66 W., Nic.Dam.p.104D., Plot.4.4.17, etc.
Spanish (DGE)
(ἄμῡνα) -ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 defensa ἔχειν ἄμυναν Theopomp.Com.98a, τὸ ξίφος ἀμφιβαλοῦ μὴ πρὸς φόνον, ἀλλ' ἐς ἄμυναν Ps.Phoc.32, κέρατα ... φέρεις πρὸς ἄμυναν Aesop.275, cf. Ph.2.31, Onas.6.3, App.Pun.73, BC 2.118, Plu.Thes.30, Ach.Tat.3.20.3, S.E.P.1.68, Philostr.Iun.Im.5, Eudoc.Cypr.2.138
•c. gen. subjet. ἡ δὲ τῆς σφενδόνης ἄμυνα Onas.19.3
•c. gen. obj. ἄμυνα ἐχθρῶν LXX Sap.5.17, Ph.1.322
•fig. μία γὰρ ἀντὶ πάντων ἄμυνα γενήσεται πρὸς αὐτοὺς S.E.M.1.98, cf. Ach.Tat.2.29.5.
2 venganza, represalia Δίκῃ δ' ἀπόλειψον ἄμυναν Ps.Phoc.77, cf. Plu.2.817c, Phld.Ir.p.66, Aesop.51.3, 246.2, I.BI 5.404, AI 6.284, 289, Plot.4.4.17, Clem.Al.Strom.5.4.27
•c. gen. obj. πρὸς ἄμυναν τῶν ἐπικαλεσαμένων αὐτὸν ἐτράπησαν D.C.Epit.8.6.1.
• Etimología: Cf. ἀμύνω.
German (Pape)
[Seite 131] ἡ, Verteidigung, Rache, Plut. Thes. 29 Caes. 44, oft; App. Pun. 8, 73 Civ. 2, 118 u. Sp., s. Lob. Phryn. 23; die Atticisten verwerfen das Wort.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
action de se défendre.
Étymologie: ἀμύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἄμῡνα: (ᾰμ) ἡ защита, оборона или отмщение, возмездие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμῡνα: -ης, -ἡ, ἀπόκρουσις προσβολῆς, ὑπεράσπισις, ἀνταπόδοσις, ἐκδίκησις, Πλουτ. Θησ. 29, Καῖσαρ 44, Ἀππ. Καρχ. 8. 73: μ. γεν. πρὸς ἄμυναν τῶν ἀδικούντων, Ἀλεξ. Ἀφροδ. - «ἄμυνα, ἀμοιβή», Σουΐδ., ὁ δὲ Φρύνιχος λέγει: «ἄμυναν μὴ εἴπῃς, ἀλλ, εἰς ῥῆμα μεταβάλλων, ἀμύνασθαι· πάντα γὰρ τὰ τοῦ ῥήματος εὐδόκιμα...» σ. 23, ἔκδ. Λοβ. οὗ ἴδε καὶ τὴν σημείωσιν.
Greek Monolingual
η (Α ἄμυνα)
αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση
νεοελλ.
1. προστασία της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και της ασφάλειας κάποιου
2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου
3. ικανότητα, δύναμη για άμυνα, αμυντικότητα
4. η αμυντική γραμμή ενός στρατού
5. φρ. «ενεργός άμυνα» — η άμυνα που δεν περιορίζεται στην απόκρουση, αλλά προχωρεί και σε επίθεση (αντίθ. παθητική άμυνα)
αρχ.
αντεκδίκηση, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για μεταρρηματικό τ. του ρ. ἀμύνω (πρβλ. εὐθύνω –εὔθυνα, ἐρευνῶ- ἔρευνα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνίας.
ΣΥΝΘ. αρχ. χειμάμυνα «χειμωνιάτικο πανωφόρι»].
Greek Monotonic
ἄμῡνα: Επικ. αόρ. αʹ του ἀμύνω.
Translations
defense
Afrikaans: verdediging; Albanian: mbrojtje; Arabic: دِفَاع, حِمَايَة, مُحَافَظَة, مُدَافَعَة; Armenian: պաշտպանություն; Azerbaijani: müdafiə; Belarusian: абарона, ахова; Bengali: রক্ষা, প্রতিরক্ষা; Bulgarian: защита, отбрана; Burmese: ကာကွယ်ရေး; Catalan: defensa; Chinese Cantonese: 防禦/防御; Hokkien: 防禦/防御; Mandarin: 防禦/防御; Czech: obrana; Danish: forsvar; Dutch: verdediging, weer; Esperanto: defendo; Estonian: kaitse; Faroese: verja; Finnish: puolustautuminen, puolustus; French: défense; Georgian: თავდაცვა, მოგერიება; German: Verteidigung, Wehr; Greek: άμυνα; Ancient Greek: ἄμυνα; Hebrew: הֲגָנָה \ הֲגַנָּה; Hindi: बचाव, रक्षा; Hungarian: védelem, védekezés, védés; Icelandic: vörn; Ido: defenso; Indonesian: pertahanan; Irish: cosaint; Italian: difesa; Japanese: 防御, 防禦; Kazakh: қорғаныс, қорғану; Khmer: ការពារ; Korean: 방어(防禦); Kurdish Central Kurdish: بەرگْری; Kyrgyz: коргонуу, коргоо; Lao: ການຫ້າມປາມ; Latvian: aizsardzība; Lithuanian: gynyba; Macedonian: одбрана; Malay: pertahanan; Maori: waonga; Mongolian Cyrillic: сэргийлэл; Norman: d'fense; Norwegian Bokmål: forsvar; Nynorsk: forsvar; Occitan: defensa; Old English: bewering; Pashto: دفاع; Persian Iranian Persian: دِفاع, پَدافَنْد, حِمایَت, مُحافَظَت, مُدافِعِه; Polish: obrona; Portuguese: defesa; Quechua: amachay; Romanian: apărare; Russian: оборона, защита; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏дбрана, о̏брана; Roman: ȍdbrana, ȍbrana; Sinhalese: ආරක්ෂක; Slovak: obrana; Slovene: obramba; Spanish: defensa; Swedish: försvar; Tagalog: depensa; Tajik: дифоъ, мудофиа, ҳимоя, муҳофиза, муҳофизат; Thai: การป้องกัน; Turkish: savunma, koruma; Ukrainian: оборона, захист; Urdu: دِفاع, حِمایَت, رَکْشا, مُدافَعَت; Uyghur: ھىمايە, مۇداپىئە; Uzbek: himoya, mudofaa; Vietnamese: cái để bảo vệ, sự phòng thủ, sự phòng ngự; Yiddish: פֿאַרטיידיקונג
retaliation
Assamese: সেকা, পোটক; Bengali: প্রতিশোধ; Bulgarian: възмездие, отмъщение; Catalan: represàlia; Chinese Mandarin: 報復/报复; Czech: odplata; Danish: gengældelse; Dutch: vergelding; Finnish: kosto, kostoisku; French: représailles; German: Vergeltung; Greek: αντίποινα, εκδίκηση; Ancient Greek: ἀντιπήρωσις, ἀντίδρασις, ἀντίποινα, ἄμυνα; Hungarian: megtorlás; Indonesian: pembalasan; Irish: díoltas; Italian: rappresaglia, ritorsione; Japanese: 仕返し, 復讐; Korean: 복수(復讐); Latin: talio; Maori: ngakinga; Marathi: प्रत्याघात, बदला; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Polish: odwet, retaliacja; Portuguese: retaliação, represália; Romanian: represalii; Russian: возмездие, воздаяние; Scottish Gaelic: dìoghaltas, aicheamhail; Spanish: represalia; Swedish: vedergällning; Tagalog: balik-taga; Turkish: öç, intikam, misilleme; Ukrainian: відплата, покара