ἀμφίβροτος
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον, covering the whole man, Hom. always ἀμφιβρότη ἀσπίς Il.2.389; ἀ. χθών, of body as surrounding soul, Emp.148; ἀ. κώδεια (ἡ γὰρ κεφαλὴ συνέχει πᾶν τὸ σῶμα Sch.) Nic. Al.216.
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 que recubre totalmente el cuerpo esp. ref. al escudo homérico «en forma de torre» ἀσπίς Il.2.389, 12.402, 20.281
•tal vez ref. al escudo redondo ἀμφιβρότην πολυδαίδαλον ἀσπίδα θοῦριν Il.11.32.
2 fig. que recubre totalmente al hombre χθών del cuerpo como envoltura del alma, Emp.B 148, φὼς ἀμφιβρότην κώδειαν ... ἀμηθείς un hombre al que le han segado la cabeza, cima del cuerpo Nic.Al.216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui couvre (litt. qui enveloppe) tout l'homme (bouclier);
2 qui enveloppe l'homme en parl. du corps, enveloppe de l'âme.
Étymologie: ἀμφί, βροτός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβροτος: закрывающий человека отовсюду (ἀσπίς Hom.; χθών, sc. σῶμα Emped. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβροτος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ὁ περικαλύπτων ὅλον τὸ σῶμα ἀνδρός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, ἀμφιβρότη ἀσπίς, ὡς ἐν Ἰλ. Β. 389· ἀμφ. χθὼν ὠνόμαζεν ὁ Ἐμπεδοκλῆς, κατὰ Πλούταρχον (συμπ. 5, 8), «τὸ τὴν ψυχὴν περικείμενον σῶμα» Πλούτ. 2. 683. Ε.
English (Autenrieth)
man-protecting (reaching from head to foot, cf. Il. 6.117), ἀσπίς. (Il.) (See cut.)
Greek Monolingual
ἀμφίβροτος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που καλύπτει, που περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο (στον Όμ. πάντα για την ασπίδα)
2. (φρ. στη Φιλοσ.) «ἀμφίβροτος ἀσπίς», το σώμα που περιβάλλει, που κλείνει μέσα του την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -βροτος < βροτὸς «θνητός»].
Greek Monotonic
ἀμφίβροτος: -η, -ον και -ος, -ον, αυτός που καλύπτει ολόκληρο τον άνδρα, λέγεται για μεγάλη ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.