ἀμφελίσσω

English (LSJ)

poet. and Ionic for ἀμφιελίσσω, wrap, fold about, ἀμφελίξαντες χέρας Id. Andr. 425; enwrap, Aret. CA 2.4; — Med., τέκνοισιν γνάθους ἀμφελίξασθαι close their jaws upon the children, Pi. N. 1.43.

Spanish (DGE)

v. ἀμφιελίσσω.

German (Pape)

[Seite 133] att. -ελίττω (s. ἑλίσσω), umwinden, χεῖράς τινος, die Hände um Einen schlingen, Eur. Audr. 426; γνάθους τέκνοις Pind. N. 1, 43.

French (Bailly abrégé)

rouler autour, enrouler ; ἀ. χέρας EUR lier ou comprimer les mains;
Moy. ἀμφελίσσομαι enrouler autour de, τί τινι qch autour de qch.
Étymologie: ἀμφί, ἑλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφελίσσω: обвивать, охватывать (χέρας Eur.): ἀμφελίξασθαι γνάθους τινί Pind. сомкнуть челюсти вокруг кого-л., сжать кого-л. челюстями.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφελίσσω: ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀμφιελ-, συμπλέκω, συμπτύσσω, ἀμφελίξαντες χέρας Εὐρ. Ἀνδρ. 425, πρβλ. Ἱππ. 8. 140 Litt.· ἐνεστ. παρ’ Ἀρεταίῳ, Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 4: ― Μέσ., ἀμφελίξασθαι γνάθους τέκνοις «τουτέστι καταφαγεῖν, διὰ τὸ συστρέφειν τὰς γνάθους τοὺς μασωμένους» (Σχόλ.) Πινδ. Ν. 1. 62.

English (Slater)

ἀμφελίσσω med., coil around τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες (sc. δράκοντες.) (N. 1.43)

Greek Monolingual

ἀμφελίσσω (Α)
(ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἑλίσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός].

Greek Monotonic

ἀμφελίσσω: ποιητ. αντί ἀμφιελ-, συμπλέκω ή συστρέφω, περιελίσσω, χέρας, σε Ευρ. — Μέσ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

[poetic for ἀμφιελίσσω
to wrap or twine round, χέρας Eur.:—Mid., Pind.