ἀνάβραστος

English (LSJ)

ἀνάβραστον, boiled, κρέα Ar.Ra.553, Aristomen.8; κίχλαι Pherecr.130.10, cf. 108.23; ὕδωρ Dsc.3.83.

Spanish (DGE)

-ον
cocido, hervido κρέα Ar.Ra.553, Aristomen.8, κίχλαι Pherecr.130.10, ὕδωρ Dsc.3.83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bouilli.
Étymologie: ἀναβράσσω.

Greek Monolingual

-ή, -ό αναβράζω
1. ζεματιστός, καυτός
2. αυτός που βράζει ακόμα, μισοβρασμένος.
(I)
-η, -ο, άβραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + βραστός < βράζω.
(II)
ἀνάβραστος, -ον (Α) ἀναβράσσω
βρασμένος, καλοβρασμένος.

Greek Monotonic

ἀνάβραστος: -ον (ἀναβράσσω), βρασμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀναβράσσω
boiled, Ar.