ἀνάκωλος
English (LSJ)
ἀνάκωλον, docked, curtailed, ἀ. χιτωνίσκος a 'cutty sark', short frock, Plu.2.261f, SIG1179.8 (Cnidus); of a camel, short-legged, D.S. 2.54.
Spanish (DGE)
-ον
1 corto ἀνάκωλοι χιτωνίσκων Plu.2.261f, cf. SIG 1179.8 (Cnido).
2 paticorto de un camello, D.S.2.54.
German (Pape)
[Seite 194] abgekürzt, χιτωνίσκος, ein kurzes, bis zu den Knieen reichendes Kleid, Plut. de mul. virt. p. 206; κάμηλος, kurzgestreckt, Diod. Sic. 2, 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux jambes courtes, aux membres courts.
Étymologie: ἀνά, κῶλον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκωλος:
1 укороченный, короткий (χιτωνίσκος Plut.);
2 коротконогий, приземистый (δρομάδες Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκωλος: -ον, κολοβός, βραχύς, «κοντός», ἀν. χιτωνίσκος, ὁ μέχρι γονάτων καταβαίνων, ἀλλαχοῦ ἐπιγονατὶς καλούμενος, Πλούτ. 2. 261F· ἐπὶ καμήλου, βραχυσκελής, Διόδ. 2. 54 (κατὰ τὸν Schneid.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάκωλος, -ον)
καθισμένος ανάποδα επάνω σε υποζύγιο
αρχ.
βραχύς, κοντός, κολοβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -κωλος < κῶλον.