ἀνάπλασμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A shape, form, model, τὰ ἀ. τῶν σωμάτων D.S.2.56.
II representation, imagination, Str.11.14.12; ἀ. τῆς διανοίας S.E.M.8.354.
2 correlative term, Ascl. in Metaph.331.30.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1forma, modelo τῶν σωμάτων D.S.2.56.
2 imaginación, representación τῆς διανοίας S.E.M.8.354, cf. Medeius 1, Gr.Naz.M.35.1125A.
II término correlativo Ascl.in Metaph.331.30.

German (Pape)

[Seite 202] τό, das Umgebildete, Erdichtete, mimisch Dargestellte, Strabo; übh. Bildung, σώματος Diod. Sic. 2, 56.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπλασμα: ατος τό образ, форма: ἀναπλάσματα τῶν σωμάτων Diod. телосложение; ἀναπλάσματα τῆς διανοίας Sext. мысленные образы.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπλασμα: -ατος, τό, τὸ ἀναπλασθέν, τὸ ἐκ νέου σχηματισθέν, τύπος, πρότυπον, τὸ ἀνάστημα, τὰ ἀν. τῶν σωμάτων Διόδ. 2. 56. ΙΙ. γέννημα τῆς φαντασίας, κενοπαθήματα καὶ ἀναπλάσματα τῆς διανοίας Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 354, Στράβ. 530.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάπλασμα)
πλάσμα, γέννημα της φαντασίας
αρχ.
1. αυτό που προήλθε από ανάπλαση, από ανασχηματισμό
2. αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση
3. αυτό που χρησιμεύει ως πρότυπο για ανάπλαση.