ἀναθερμαίνω
English (LSJ)
warm up, heat again, AP11.55:—Pass., become warm again, Hp.Epid.1.2, cf. 26.β,Arist.HA569b11: πυρετὸς -όμενος Hp.Prog.17.
Spanish (DGE)
I 1recalentar τὰς φρένας enloquecer S.Fr.822.
2 reanimar, reconfortar Βάκχος ... ἀναθερμαίνων ψυχομένην κραδίην AP 11.55 (Pall.), cf. Luc.Dem.Enc.15, ποιητικὴν καὶ μουσικὴν Ἔρως δύναμιν ... ἀναθερμαίνει Plu.2.405f.
II en v. med.
1 recobrar el calor, volver a calentarse ἄκρεα Hp.Epid.1.26.2, cf. Epid.1.2, πυρετὸς ... ἀναθερμαινόμενος volviendo a subir la fiebre Hp.Prog.17, τὸ σῶμα Hp.Liqu.2, ὁ ἀήρ Hp.Flat.8
•sin sent. iter. claro calentarse ἡ γῆ Arist.HA 569b11, de pers. ταῖς χερσὶν ἀναθερμανθέντες Arist.Pr.948a11.
German (Pape)
[Seite 188] wieder erwärmen, übertr., aufregen, τὴν μέλλησιν Plut. Phoc. 6; κραδίην Pallad. 24 (XI, 55).
French (Bailly abrégé)
réchauffer.
Étymologie: ἀνά, θερμαίνω.
Greek Monolingual
(Α ἀναθερμαίνω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
νεοελλ.
αναζωογονώ, αναζωπυρώνω, τονώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θερμαίνω.
ΠΑΡ. αναθέρμανση (-ις)].
Greek Monotonic
ἀναθερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ξαναζεσταίνω, αναθερμαίνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθερμαίνω:
1 вновь согревать (ψυχομένην κραδίην Anth.; ψύχεσθαι καὶ ἀναθερμαίνεσθαι Arst.);
2 возбуждать: ἀ. τὴν μέλλησίν τινος Plut. выводить кого-л. из состояния вялости.