ἀναμφίβολος

English (LSJ)

ἀναμφίβολον, unambiguous, σύντομα καὶ ἀ. Ascl.Tact.12.11; ἀ. νίκη v.l. in D.H.3.57; φύσις Gal.17(1).370(358). Adv. ἀναμφιβόλως M. Ant.1.8, Luc.Anach.24.

Spanish (DGE)

-ον
1 indudable, preciso, cierto σύντομα Ascl.Tact.12.11, φύσις Gal.17(1).358, ὅτι ..., ἀναμφίβολον A.D.Pron.52.3, ἀφέτης Heph.Astr.2.11.124, λόγος PFlor.294.22 (VI d.C.), ὁμολογῶ ... ὀφείλειν σοι καὶ χρεωστεῖν ἐν καθαρῷ καὶ ἀναμφιβόλῳ SB 7201.8 (VI d.C.)
subst. τὸ ἀ. la certeza Basil.M.30.132A.
2 adv. -ως indudablemente, sin dudar M.Ant.1.8, κτώμενοι Luc.Anach.24, αἴρειν ἀ. Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a29, cf. 169b40, παρέχω PMasp.156.21
(VI d.C.), ἀ. καὶ ἀναντιρρήτως PMasp.116.6 (VI d.C.), πιστεύω Gr.Nyss.Usur.199.7, ἀναμφιβόλης (por error) SB 10810.5 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 198] unzweideutig, zuverlässig, Sp., z. B. νίκη D. Hal. 3, 57. – Adv., Luc. Gymn. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non douteux, non contestable.
Étymologie: , ἀμφιβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφίβολος: -ον, ὁ μὴ ἀμφίβολος, βέβαιος, θετικός, νίκη Διον. Ἁλ. 3. 57. - Ἐπίρρ. -λως Λουκ. Γυμν. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφίβολος, -ον) ἀμφίβολος
αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολίες, ο μη αμφίβολος, βέβαιος, σίγουρος, θετικός.

Greek Monotonic

ἀναμφίβολος: -ον, αναμφισβήτητος, βέβαιος· επίρρ. -λως, σε Λουκ.

Middle Liddell

unambiguous: adv. -λως, Luc.