ἀναξίμολπος

English (LSJ)

ἡ, queen of song, epithet of Urania, B.6.10.

Spanish (DGE)

-ον señora del canto epít. de Urania, B.6.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξίμολπος: -ον, ὁ ἀνάγων ἢ διεγείρων τὰς μολπὰς (ἐκ τοῦ ἀνάγω), ἀλλ’ ἴσως καὶ ὁ ἀνάσσων τῶν μολπῶν, ὁ ἄναξ, ὁ πρωτεύων, (ἐκ τοῦ ἀνάσσω), ἀναξιμόλπου Οὐρανίας ὕμνος Βακχυλ. VI. 10.

Greek Monolingual

ἀναξίμολπος, η (Α)
(επίθ. της Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα της μελωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + -μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»].