ἀπαράσημος

English (LSJ)

ἀπαράσημον,
A not counterfeit, Hsch.
II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.

Spanish (DGE)

-ον
1 no falsificado κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.
2 que no tiene título, sin título de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21.

German (Pape)

[Seite 279] unverfälscht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράσημος: -ον, ἀπαραποίητος, ἀκίβδηλος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = ἀπαρασήμαντος, Γραμμ.

Greek Monolingual

ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.