ἀποδιώκω

English (LSJ)

fut. -διώξομαι, chase away, Th.3.108, 6.102; ἀπὸ τῆς θηλείας Arist.HA614a16; οὐκ ἀποδιώξει σαυτὸν ἐκ τῆς οἰκίας; take yourself off, Ar. Nu.1296; τὸ λυποῦν ἀποδίωκε τοῦ βίου Men.410; intr., move, Olymp. in Mete.43.2:—Pass., to be ridden at full speed, of a horse, Aët.3.7.

Spanish (DGE)

1 tr. alejar, echar, expulsar τὸ καθ' ἑαυτούς Th.3.108, τοὺς ἐκεῖ Th.6.102, σαυτόν Ar.Nu.1296, τοῦτον Arist.HA 614a16, τὸ λυποῦν Men.Fr.340, τὸ καρταῖπος ICr.1.8.5b4 (Cnoso III a.C.), τοὺς ἄλλους D.P.Au.1.5, τοὺς ὄρνεις D.P.Au.3.5, ἀπεδίωξαν (αὐτούς) ἀπὸ τοῦ τείχους Plb.1.43.6, πάντα πυρετόν POxy.1151.32 (V d.C.)
perseguir, acosar ἡμᾶς LXX La.3.43.
2 intr. moverse ἡ πύκνωσις ἐπὶ τὰ κάτω ἀποδιώκει Olymp.in Mete.43.2
en v. med. galopar εἰ δὲ ἀποδιώκοιτο ὁ ἵππος Aët.3.7.

French (Bailly abrégé)

chasser, repousser.
Étymologie: ἀπό, διώκω.

German (Pape)

fortjagen, vertreiben, Thuc. 6.102; οὐκ ἀποδιώξεις σαυτὸν ἐκ τῆς οἰκίας Ar. Nub. 1278, wirst du dich nicht fortpacken ?

Russian (Dvoretsky)

ἀποδιώκω: прогонять, изгонять (τινά Thuc., Arst., Men.): ἀ. αὑτόν Arph. убираться прочь.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιώκω: μέλλ. -διώξομαι: - διώκω, «διώχνω», Θουκ. 3. 108., 6. 102· ἀπό τινος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 9· οὐκ ἀποδιώξει σαυτὸν ἀπὸ τῆς οἰκίας; «δὲν θὰ κρημνισθῇς ἔξω; δὲν θὰ ξεκουμπισθῇς ἀπὸ τὸ σπίτι;» Ἀριστοφ. Νεφ. 1296· τὸ λυποῦν ἀποδίωκε τοῦ βίου Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 9.

Greek Monolingual

κ. -διώχνω (AM ἀποδιώκω)
διώχνω, απομακρύνω
νεοελλ.
1. διώχνω με εύσχημο τρόπο, ξεφορτώνομαι
2. εγκαταλείπω κάποιον, παύω να τον προστατεύω.

Greek Monotonic

ἀποδῐώκω: μέλ. -διώξομαι, διώχνω, καταδιώκω, σε Θουκ.· οὐκ ἀποδιώξει σαυτόν; δηλ. σήκω και φύγε, ξεκουμπίσου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to chase away, Thuc.; οὐκ ἀποδιώξει σαυτόν; i. e. take yourself off, Ar.

Lexicon Thucydideum

pellere, to drive out, banish, 3.108.2, 6.102.3, [vulgo commonly ἀποδιωξάντων]