ἀποκνίζω
English (LSJ)
fut. ἀποκνίσω, nip off or snip off, τι Hp.Steril.214, Ar.Ach.869, Sotad.Com.1.23, Thphr. HP 6.8.2; κηφῆνος πτερόν Arist.HA554b5; ἀπότινος D.S.2.4; τινός Plu.2.977b; wring off, κεφαλήν LXX Le.1.15; ἀ. τὰ ὄμματα, perhaps f.l. for ἀπόκναισον, Tab.Defix.Aud.242.59 (Carthage, iii A.D.).
Spanish (DGE)
1 cortar τὸ ἄνθος Thphr.HP 6.8.2, de unos pececillos τούτων ... τὰ κρανία Sotad.Com.1.23, τὴν κεφαλήν LXX Le.1.15, κηφῆνος πτερόν Arist.HA 554b5, καρπούς Cyr.Al.M.71.541C
•arrancar ἀπόκνισον αὐτῶν τὰ ὄμματα ἵνα μὴ βλέπωσιν TDA 242.57 (Cartago III d.C.)
•quitar, prescindir de εὐξύνετον γράμμα SB 8026.47.
2 pelar μώλυζαν σκορόδου Hp.Steril.214.
3 c. gen. morder, mordisquear τοῦ δελέατος Plu.2.977b
•c. ἀπό y gen. picotear de unas palomas ἀπὸ τῶν τυρῶν D.S.2.4.
German (Pape)
[Seite 307] abbrechen, abschneiden, Sotad. bei Ath. VII, 293 d; Theophr.
French (Bailly abrégé)
égratigner, écorcher.
Étymologie: ἀπό, κνίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκνίζω: отщипывать, откусывать (ἀπό τινος Diod. и τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκνίζω: μέλλ. ἀποκνίσω, ἀποκόπτω ἢ ἀποτέμνω μικρὸν τεμάχιον, «τσιμπῶ», τι Ἱππ. 677. 6, Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 23· ἀπό τινος Διόδ. 2. 4· τινὸς Πλούτ. 2. 977Β.
Greek Monolingual
ἀποκνίζω (Α) κνίζω
1. κόβω κάτι με το νύχι, γρατζουνώ
2. αφαιρώ.
Greek Monotonic
ἀποκνίζω: μέλ. ἀποκνίσω, αποκόπτω το άκρο ή ένα μικρό κομμάτι από κάτι, τσιμπολογώ.