ἀποσεμνύνω
English (LSJ)
A extol, glorify, Pl.Tht.168d, D.S.2.47, etc.
II Pass., with fut. Med., give oneself solemn airs, Ar.Ra.703; ἀποσεμνῠνεῖται πρῶτον ib.833, cf. Procop.Arc.17; ὀψὲ ἀπεσεμνύνθη, of Tragedy, assumed a dignified form, Arist.Po.1449a20; ἀποσεμνυνάμενοι Aristid.26(14).63.
2 c. dat., pride oneself on, πατρίδι, κάλλει, etc., Procop.Aed.4.1, 1.1, al.
Spanish (DGE)
1 en v. act. ensalzar, poner de relieve ἀποσεμύννων δὲ «τὸ πάντων μέτρον» indicando (Protágoras) la relevancia de su (dicho sobre la) «medida de todas las cosas» Pl.Tht.168d, (φασί) κιθαρίζοντας ὕμνους λέγειν τῷ θεῷ μετ' ᾠδῆς, ἀποσεμνύνοντας αὐτοῦ τὰς πράξεις cuenta que (los hiperbóreos) al son de la cítara dedican himnos con canto al dios (Apolo) ensalzando sus hazañas Hecat.Abd.7.2
•c. compl. de pers. ensalzar, alabar οὕς Phld.Vit.42.13, τοὺς πατέρας D.C.60.5.3, cf. Hsch., Phot.α 2630.
2 en v. med.-pas. darse aires de grandeza ἀποσεμνυνεῖται πρῶτον, ἅπερ ἑκάστοτε ἐν ταῖς τραγῳδίαισιν ἐτερατεύετο de Esquilo, Ar.Ra.833, cf. 703, Procop.Arc.17.37
•de ahí, ref. a la tragedia adquirir grandiosidad, hacerse sublime ὄψε ἀπεσεμνύνθη Arist.Po.1449a20
•c. dat. gloriarse τούτῳ Aristid.Or.26.63, κάλλει Procop.Aed.1.1.28, cf. 4.1.26.
German (Pape)
[Seite 324] dasselbe, bes. herausstreichen, loben, Plat. Theaet. 168 d u. Sp. – Med., großthun, prahlen, τί womit, Ar. Ran. 702. 832.
French (Bailly abrégé)
rendre imposant, glorifier.
Étymologie: ἀπό, σεμνύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσεμνύνω: превозносить, расхваливать (τινά и τι Plat., Diod., Luc.); med.-pass. хвастаться, хвалиться (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσεμνύνω: ἐγκωμιάζω, ἐπαινῶ, μεγαλύνω, ἐξυμνῶ, τιμῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 168D, Διόδ. 2. 47. ΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. ὡς τὸ ἁβρύνομαι, λαμβάνω ὕφος σοβαρὸν περί τινος, ἐναβρύνομαι, μετ’ αἰτιατ., εἰ δὲ τοῦτ’ ὀγκωσόμεσθα κἀποσεμνυνούμεθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 703· οὕτως, ἀποσεμνυνεῖται πρῶτον αὐτόθι 833· ὀψὲ ἀπεσεμνύνθη, περὶ τῆς τραγῳδίας ἔλαβε σοβαρόν, σπουδαῖον χαρακτῆρα, σπουδαίαν μορφήν, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 17, ἴδε ἀποσεμνόω· ἀποσεμνυνάμενοι Ἀριστείδ. 1. 214.
Greek Monolingual
ἀποσεμνύνω (AM)
(-ομαι) παίρνω σοβαρό ύφος υπερηφανεύομαι
αρχ.
1. εξυμνώ, εγκωμιάζω
2. (-ομαι) (για την τραγωδία) παίρνω σπουδαία μορφή, σοβαρό χαρακτήρα.
Greek Monotonic
ἀποσεμνύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ·
I. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, επαινώ, εξυμνώ, τιμώ, δοξάζω, σε Πλάτ.
II. Παθ. με Μέσ. μέλ., παίρνω σοβαρό ύφος, σε Αριστοφ.· τι, για κάτι, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to make august, glorify, Plat.
II. Pass., with fut. mid., to give oneself airs, Ar.; τι about a thing, Ar.