ἀποσκεπάζω
English (LSJ)
uncover, Sch. A. Pr. 83, Gp. 7.15.4 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 destapar πίθον Sch.A.Pr.83 (p.180) D., en v. pas. Gp.7.15.4, ἀποσκεπασθήσεται ὁ ᾅδης = será destapado el infierno 1Apoc.19 (p.87)
•fig. descubrir, poner en evidencia παρατηρήματα ... μὴ ἀποσκεπασθέντα ... ἐνίοις Didym.M.39.637C.
2 desollar, arrancar τὸ δέρμα Hsch.s.u. ἀπεσκόλυπτεν.
German (Pape)
[Seite 324] ab-, aufdecken, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκεπάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 83, Γεωπ.
Greek Monolingual
(Μ ἀποσκεπάζω)
1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω
4. σκεπάζω εντελώς
νεοελλ.
αποσιωπώ, συγκαλύπτω
μσν.
(-ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι.