ἀποσυκάζω

English (LSJ)

A gather figs, Amips.33 (Pass.).
2 squeeze figs, to try whether they are ripe: metaph. of informers, with a play on συκοφαντία, Ar.Eq.259.

Spanish (DGE)

(ἀποσῡκάζω) 1 recoger higos Amips.33, cf. EM 125.49G.
2 tentar los higos para ver si están maduros, de ahí fig. tentar a una persona como si fuera un higo, concretamente Cleón a sus víctimas para expoliarlas κἀποσυκάζεις πιέζων τοὺς ὑπευθύνους Ar.Eq.259.
3 comer higos Hsch.

German (Pape)

[Seite 328] 1) Feigen abpflücken, Amips. bei B. A 435 ἀποσεσύκασται durch τετρύγηται erkl., vgl. aber E. M. p. 124, 49. – 2) die Reise der Feigen durch Drücken prüfen, komisch, Ar. Equ. 259, πιέζων τοὺς ὑπευθύνους, mit Anspielung auf συκοφαντέω.

French (Bailly abrégé)

1 cueillir des figues;
2 tâter des figues pour juger de leur maturité.
Étymologie: ἀπό, συκῆ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσῡκάζω: досл. наощупь проверять зрелость фиг, перен.-ирон. прощупывать, проверять (τινά Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσῡκάζω: τρυγῶ σῦκα, Ἀμειψίας ἐν Α. Β. 435, 9. 2) πιέζω διὰ τῶν δακτύλων καὶ δοκιμάζω τὰ σῦκα ἂν εἶναι ὥριμα ἢ μή, μεταφ., ἐπὶ τῶν συκοφαντῶν, ἀποσυκάζεις, πιέζων τοὺς ὑπευθύνους, σκοπῶν ὅστις αὐτῶν ὠμός ἔστιν, ἢ πέπων ἢ μὴ πέπων Ἀριστοφ. Ἱππ. 259.

Greek Monotonic

ἀποσῡκάζω: μέλ. -σω, πιέζω τα σύκα με τα δάχτυλά μου για να καταλάβω αν είναι ώριμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to squeeze figs, to try whether they are ripe, Ar.