ἀπόπτωμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A unlucky chance, misfortune, Plb.11.2.6.
II error, Vett.Val.238.26.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cosa que cae, hoja caduca πᾶσα στρατιὰ ἀπορρεύσει ... ὡς ἀπόπτωμα ἀπὸ συκῆς Aq.Is.34.4.
2 desgracia, infortunio Plb.11.2.6, Clem.Al.Paed.3.2.14.
3 fallo ἀ. φυγῆς <καὶ> θανάτου ἄξιον Vett.Vall.229.2, cf. 228.28.

German (Pape)

[Seite 321] τό, der Unfall, Pol. 11, 2, 6 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπτωμα: ατος τό крушение, неудача Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπτωμα: -ατος, τό, ἀτύχημα, δυστύχημα, Πολύβ. 11. 2, 6.

Greek Monolingual

ἀπόπτωμα, το (AM) αποπίπτω
πλάνη, παράπτωμα
αρχ.
ατύχημα, δυστύχημα.