ἀστένακτος
English (LSJ)
ἀστένακτον, without sigh or without groan, ἀστένακτος κἀδάκρυτος S.Tr.1200, cf. 1074; ἄκλαυτος ἀστένακτος E.Alc.173; ἀ. ἡμέρα a day free from groans, Id.Hec.691 (lyr.), cf. Pl.Ax.370d, Mél.Nicole 308 (Panticapaeum). Adv. ἀστενάκτως Plu.2.107a:—also ἀστενακτί, A.Fr.307, Ar.Ec.464.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no gime, sin llanto ἀ. αἰὲν εἰπόμην κακοῖς S.Tr.1074, ἀστένακτος κἀδάκρυτος S.Tr.1200, ἄκλαυτος ἀστένακτος E.Alc.173, παρειστήκει δ' ἡ μήτηρ ἄτεγκτος καὶ ἀ. Plu.2.171c, ἐπεγκολάπτειν ἀ. αἰνέσει Lyc.782, πρὸς Ἅδην ἀ. ἔδραμες CIRB 119.3 (Panticapeo II/I a.C.), πάλιν ἀστένακτοι τὸν ἑαυτῶν οὐρανὸν ἀσπάσεσθε Corp.Herm.Fr.23.39.
2 que no comporta lágrimas ἀστένακτος ἀδάκρυτος ἁμέρα E.Hec.691, ἄπονα πάντα καὶ ἀστένακτα καὶ ἀγήρατα Pl.Ax.370d.
II adv. ἀστενάκτως = sin llanto εὐκόλως καταβλητέον καὶ ἀ. Plu.2.107a.
German (Pape)
[Seite 375] ohne zu seufzen, ohne Klage, Soph. Tr. 1063. 1190; Eur. Hec. 691; in Prosa, bes. Sp., Ax. 370 d. – Adv., Plut. Consol. Apoll. p. 329.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne gémit pas;
2 qui ne connaît pas les gémissements.
Étymologie: ἀ, στενάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀστένακτος:
1 не издающий стонов (ἀ. κἀδάκρυτος Soph.; ἄκλαυστος ἀ. Eur.; ἄτεγκτος καὶ ἀ. Plut.);
2 проводимый или прошедший без стонов (ἁμέρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστένακτος: -ον, ἄνευ στεναγμοῦ, ἀλλ’ ἀστένακτος κἀδάκρυτος Σοφ. Τρ. 1200, πρβλ. 1074· ἄκλαυτος, ἀστένακτος Εὐρ. Ἄλκ. 173· ἀστ. ἡμέρα, ἡμέρα ἄνευ στεναγμῶν, ὁ αὐτ. Ἑκ. 640. Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 107Α: ὡσαύτως ἀστενακτί, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 464.
Greek Monotonic
ἀστένακτος: -ον (στενάζω), αυτός που δεν βγάζει στεναγμό ή βογκητό, αγόγγυστος, σε Σοφ., Ευρ.