ἀσύγγνωστος
English (LSJ)
ἀσύγγνωστον, = ἀσυγγνώμων (not pardoning, merciless, relentless), Jul.Ep.184.
II unpardonable, Gal.1.13, Phalar. Ep.6, Him.Ecl.5.10, Lib.Or.59.144. Adv. ἀσυγγνώστως Phld.Mort.20.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene disculpa, imperdonable τὸ κακόν Gal.Adhort.7, ἀδοξία Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.Or.59.144
•subst. τὰ ἀσύγγνωστα cosas imperdonables Phalar.Ep.6.
2 que no perdona ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.Ep.184.416c, δικασταί Chrys.Sac.3.14.13
•inexorable κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.
II adv. ἀσυγγνώστως = en forma imperdonable Phld.Mort.20, Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1321D.
German (Pape)
[Seite 379] unverzeihlich, Sp., nach Hesych. auch = nicht verzeihend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγγνωστος: -ον, ὁ μὴ ἄξιος συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύγγνωστος, -ον) συγγνωστός
νεοελλ.
φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» — αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος
2. ο ασυγγνώμων.