ἁγνισμός

English (LSJ)

ὁ, purification, expiation, ἁ. ποιεῖσθαι D.H.3.22; τοῖς ἁ. τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambreion); τῷ ὕδατι τοῦ ἁ. LXX Nu.6.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I purificación τὸν ἁγνισμὸν ἐποιήσαντο πάντες D.H.3.22, τοῖς ἁγνισμοῖς τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambrion, Misia III a.C.), τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρόν LXX Nu.6.5, cf. Eust.43.6.
II 1pureza, santidad Gr.Naz.M.37.957.
2 castidad Diad.Perf.35.

German (Pape)

[Seite 17] ὁ, Reinigung, Plut. Qu. Rom. 68.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
abstinence ; purification rituelle ; expiation.
Étymologie: ἁγνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁγνισμός: ὁ Plut. = ἅγνισμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνισμός: ὁ, καθαρισμὸς, ἐξάγνισις, ἁγν. ποιεῖσθαι, Διον. Ἁλ. 3. 22· τοῖς ἁγν. τοῖς πρὸ τῶν θεσμοφορίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· ἁγν. τῷ ὕδατι, Ἑβδ. (Ἀριθ. ϛ´ 3).

English (Abbott-Smith)

ἁγνισμός, -οῦ, ὁ (> ἁγνίζω), [in LXX: Nu 6:5 (נֵזֶר) 8:7 19:17 (חַטָּאָה), etc.;]
purification: in ceremonial sense, Ac 21:26 (LXX). †

English (Strong)

from ἁγνίζω; a cleansing (the act), i.e. (ceremonially) lustration: purification.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ, purification, lustration, (Dionysius Halicarnassus 3,22, i., p. 469,13; Plutarch, de defect. orac. 15): נֵזֶר, ἁγνίζω, 1.

Chinese

原文音譯:¡gnismÒj 哈格你士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:純(潔)
字義溯源:洗淨,純化,潔淨;源自(ἁγνίζω)=清潔);而 (ἁγνίζω)出自(ἁγνός)=潔淨的), (ἁγνός)出自(ἅγιος)=神聖的);但 (ἅγιος)出自(ἀγοραῖος)Y*=敬畏)。這種行潔淨之禮(ἁγνίζω)),得著潔淨(ἁγνισμός)),是源自舊約拿細耳人的條例,使自己離俗,分別為聖歸於神(民六章)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 潔淨(1) 徒21:26

Translations

purification

Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: ἁγισμός, ἁγιστία, ἁγνεία, ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἀνακάθαρσις, ἀποδιϋλισμός, ἀποκάθαρσις, ἀπόπλυνσις, ἀπόρρυψις, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, διύλισις, διυλισμός, ἐκκάθαρσις, ἔκνιψις, ἐξάγισις, ἐξάλειψις, ἐπικάθαρσις, καθαρισμός, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, κόθαρσις, ὁσίωσις, περικάθαρμα, περικαθαρμός, περικάθαρσις, ῥύψις; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: purificazione; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение, пурификация; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas