ἐκκάθαρσις

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκάθαρσις Medium diacritics: ἐκκάθαρσις Low diacritics: εκκάθαρσις Capitals: ΕΚΚΑΘΑΡΣΙΣ
Transliteration A: ekkátharsis Transliteration B: ekkatharsis Transliteration C: ekkatharsis Beta Code: e)kka/qarsis

English (LSJ)

[κᾰ], εως, ἡ,
A complete cleansing, purification, Muson.Fr.20p.111H.
2 sweeping out, Hierocl.in CA14p.451M.
3 polishing up, θυρᾶν IG4.1484.283(Epid.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: gen. -ιος IG 42.102.283, SEG 11.417a.20 (ambas Epidauro IV a.C.)
I limpieza θυρᾶν IG l.c., δύτας SEG l.c., τῆς δεξαμενῆς CID 2.76.3.15 (IV a.C.), τοῦ ἱπποδρό[μ] ου CID 2.139.35 (IV a.C.), τοῦ χαλκεῶνος CID 2.139.43 (IV a.C.), τοῦ ὕδατος ἐκκαθάρσιος ἐκ τοῦ προδόμου CID 2.62.1A.27 (IV a.C.).
II 1medic. purga προθεσμία τῆς ἐκκαθάρσεως Gal.15.160, cf. 10.370.
2 fig. expurgación τῶν λυμαινομένων παθῶν Hierocl.in CA 14.9.

German (Pape)

[Seite 761] ἡ, die Reinigung, Muson. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκάθαρσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς κάθαρσις, ἀφαγνισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μουσωνίου παρὰ Στοβ. 2) ἀποκάθαρσις, ἀφαίρεσις, Ἱεροκλ. σ. 124 Needham˙ ― προσέτι καθαρισμός, ξέσις, στίλβωσις, θυρᾶν ἐκκαθάρσιος Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3325283 = Κ. 241.

Translations

purification

Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: ἁγισμός, ἁγιστία, ἁγνεία, ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἀνακάθαρσις, ἀποδιϋλισμός, ἀποκάθαρσις, ἀπόπλυνσις, ἀπόρρυψις, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, διύλισις, διυλισμός, ἐκκάθαρσις, ἔκνιψις, ἐξάγισις, ἐξάλειψις, ἐπικάθαρσις, καθαρισμός, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, κόθαρσις, ὁσίωσις, περικάθαρμα, περικαθαρμός, περικάθαρσις, ῥύψις; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: purificazione; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение, пурификация; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas