ἁλιευτικός
English (LSJ)
ἁλιευτική, ἁλιευτικόν, of or for fishing, ἁ. πλοῖον fishing-boat, X.An.7.1.20; ἁ.κάλαμος fishing-rod, Arist.PA693a23; ἁ. βίος fisher's life, Id.Pol.1256b2:—ἡ ἁλιευτική (with or without τέχνη) art of fishing, Pl.Ion538d, Sph.220b; Ἁλιευτικά, τά, title of poem by Opp. on this subject; ἁλιευτικόν, τό, the fishing population, Arist.Pol.1291b22.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pesca, de pescar, pesquero πλοῖον X.An.7.1.20, ἡ ἁ. arte de la pesca Pl.Io 538d, Sph.220b, τὰ Ἁλιευτικά tít. de una obra de Opiano, Opp.H.tít., ἁλιευτικῆς σοφίας ἐπιστήμων Ael.NA 15.4
•en pap. ἁλιευτικοῦ πλοίου c. o sin ὑπέρ como n. de un impuesto para la concesión de los derechos de pesca ἀπὸ φόρου ἁλιευτικοῦ [πλ] οίου Νείλ[ου π] όλ(εως) PLugd.Bat.17.1.3.12, cf. BGU 10.14, Stud.Pal.22.183.35 (todos II d.C.), BGU 337.26 (III d.C.)
•subst. τὸ ἁ. (sc. πλοῖον) barco de pesca, POxy.1846.1 (VI/VII d.C.).
2 del pescador, propio del pescador βίος Arist.Pol.1256b2
•subst. τὸ ἁ. población pesquera Arist.Pol.1291b22.
II adv. -ῶς a la manera de los pescadores de los apóstoles, Gr.Naz.M.35.1164C.
German (Pape)
[Seite 96] zum Fischen gehörig, τέχνη Plat. Ion 538 d; ohne τέχνη, ἡ, Soph. 220 b; βίος Arist. Pol. 1, 8; πλοῖον, Fischerkahn, der τριήρης entgegengesetzt; ἁλιευτικά, sc. βιβλία, Bücher über den Fischfang, Lehrgedicht des Oppian.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de pêche, de pêcheur.
Étymologie: ἁλιεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιευτικός:
1 рыболовный, рыбачий (πλοῖον Xen.; τέχνη Plat.; κάλαμος Arst.; κύρτος Plut.);
2 рыбацкий (βίος Arst.): τὸ ἁλιευτικὸν δήμου εἶδος Arst. рыбацкое население, рыбаки.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἁλιείαν, ἁλ. πλοῖον, Ξεν. Ἀν. 7.1, 20· ἁλ. κάλαμος, χρησιμεύων πρὸς πρόσδεσιν τῆς ὁρμιᾶς, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 4. 12, 11· ἁλ. βίος, ὁ βίος τοῦ ἁλιέως, ὁ αὐτ. Πολ. 1.8, 8: - ἡ -κὴ (μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ἁλιεύειν, Πλάτ. Ἴων 538D, Σοφ. 220Β· τὰ Ἀλιευτικά, ποίημα τοῦ Ὀππιανοῦ περὶ ἁλιείας. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 21.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁλιευτικός, -ή, -όν) ἁλιεύω
1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος
2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ψαρέματος, η ψαρική
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό
μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο αλλά και μεγάλο πλοίο κατάλληλα εξοπλισμένο για ψάρεμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἁλιευτικόν
το σύνολο τών ψαράδων, οι ψαράδες
2. βιβλίο ή ποίημα που μιλάει για την αλιεία (και στον πληθυντικό).
Greek Monotonic
ἁλιευτικός: -ή, -όν (ἁλιεύω), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ψάρεμα, σε Ξεν., Αριστ.· ἡ -κή (με ή χωρίς το τέχνη), η τέχνη του ψαρέματος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἁλιεύω
of or for fishing, Xen., Arist.; —ἡ ἁλιευτική (with or without τέχνη) the art of fishing, Plat.