ἁρμάτειος
English (LSJ)
ἁρμάτειον,
A of or belonging to a chariot, σύριγγες E.IA230; δίφρος X.Cyr.6.4.9, Ant.Lib.11.3 (ἁρμάτιον codd.); ἁρμάτινον, Apoll.Lex. s.v. δίφρον, is prob. corrupt; τροχός Placit.2.20.1; ἁρμάτειος νομός = melody of the chariot, name of a melody for the flute, Plu.2.335a, 1133e; ἁρμάτειον μέλος = chariot song, stage-direction in E.Or.[1384].
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -ίος D.H.5.47; ἁρμάτθι- Phot.α 2835b
• Prosodia: [-μᾰ-]
1 perteneciente al carro παρ' ἄντυγα καὶ σύριγγας ἁρματείους junto a la baranda y cubos del carro E.IA 230, ἁ. τροχός Placit.2.25.1 (= Anaximand.A 22)
•ἁ. δίφρος caja del carro κατὰ τὰς θύρας τοῦ ἁρματείου δίφρου ἀνέβαινε X.Cyr.6.4.9, ἐφ' ἁρματίου δίφρου βασιλικοῦ D.H.l.c., δίφρον ἁρμάτειον ἐκποιῆσαι Ant.Lib.11.3, περὶ ἁρμάτειον ἄξονα δινοῦνται οἱ τρόχοι Ach.Tat.Intr.Arat.28.
2 c. νόμος o μέλος melodía del carro cuya invención se atribuye a Olimpo el frigio, Glaucus Rheginus en Plu.2.1133e, f, cf. E.Or.1384 (secl. por el ed., v. Sch.ad loc.), Sud., como canto fúnebre por Héctor, Sch.E.Or.1384, Phot.α 2835c
•en pasajes trenéticos acompañado de música de flauta Ἀντιγενίδου ποτὲ τὸν ἁρμάτειον αὐλοῦντος νόμον Plu.2.335a, cf. Phot.α 2835d
•cantado por los frigios en el momento de cubrir el caballo a la yegua, Io Trag.63b, como canto de himeneo, Sch.E.l.c., en honor de una ninfa, Phot.α 2835h, en honor de la Magna Mater, Phot.α 2835e
•como canto de carreteros para avivar el paso, Hsch., Phot.α 2835f.
German (Pape)
[Seite 355] eigtl. den Wagen betreffend, σύριγγες Eur. I. A. 230; νόμος, Wagenkampflied od. Wagenwettlausgesang, zum kriegerischen Muth begeisternd, Plut. Alex. fort. II, 2; aber ἁρμ. μέλος Eur. Or. 1385 ist ein Klaggesang, vielleicht auch nur phrygische Sangweise, denn nach Plut. music. 7 ist ἁρμάτιος νόμος eine vom Myser Olympus erfundene Flötenweise, u. im Eur. spricht die Worte der mysische Diener der Helena.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les chars, de char ; ἁρμάτειος νόμος PLUT rythme pour la conduite des chars de combat, sorte de chant aigu.
Étymologie: ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμάτειος: колесничный (σύριγγες Eur.; δίφρος Xen.; τροχοί Plut.): ἁ. νόμος Plut. боевая походная песнь, но ἁρμάτειον μέλος Eur. скорбный напев.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμάτειος: -ον, (ἅρμα) ὁ τοῦ ἅρματος, ὁ εἰς ἅρμα ἀνήκων, σύριγγες Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 230· δίφρος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 9· (ἁρμάτινον, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. δίφρον εἶναι πιθ. ἀντιγραφέως σφάλμα)· τροχὸς Πλούτ. 2. 890Α· μέλος ἁρμ., εἶδος ἐπιταφίου μέλους, Εὐρ. Ὀρ. 1385· ἀλλὰ νόμος ἁρμ., μέλος πολεμικόν, Πλούτ. 2. 335Α, 1133 Ε· ἴδε Müller Εὐμ. § 19. 1.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἁρμάτειος: -ον (ἅρμα), αυτός που σχετίζεται ή ανήκει σ' ένα άρμα, σε Ξεν.· μέλος ἁρμάτειον, είδος επιταφίου μέλους, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἅρμα
of or belonging to a chariot, Xen.; μέλος ἁρμ. a kind of dirge, Eur.