ἁρμαλιά
English (LSJ)
ἡ, sustenance allotted, food, Hes.Op.560,767; ἁ. ἔμμηνος Theoc.16.35; stores in a ship, A.R.1.393:—also ἁρμολία, ἡ, PTeb. 112 (ii B. C.), 121.78 (i B. C.).
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰλιά) -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ép. ἁρμαλίη Hes.Op.560, A.R.1.393; ἁρμολεά PTeb.112 p.473 (II a.C.) en BL 1.424; ἁρμολιά PTeb.121.78 (I a.C.) en BL 1.424
ración de comida τὤμισυ βουσίν, ἐπ' ἀνέρι δὲ πλέον εἴη ἁρμαλιῆς la mitad de la ración bastará para los bueyes, pero para los hombres será más abundante Hes.Op.l.c., ἁρμαλιᾶς ὄχλος S.Fr.828d, ἁρμαλιὴν ἔμμηνον Theoc.16.35, ἁ. ε[ἰς] τὸν Ἰβίω(να) PTeb.121 en l.c., cf. PSI 601.7 (III a.C.), PTeb.866.59 (III a.C.), 887.102 (II a.C.), 112 en l.c.
•provisiones, víveres de una tripulación, A.R.l.c.
• Etimología: Etim. dud. Rel. c. ἄρμα ‘alimento’, deriv. quizá de αἴρω, pero el espíritu áspero no concuerda.
German (Pape)
[Seite 355] (vgl. ἁρμόζω), ἡ, zugetheilte Nahrung, Speise, Hes. O. 558. 765; ἔμμηνος Theocr. 26, 35; Leon. Al. 30 (VI, 302); Mundvorrath auf dem Schiffe, Ap. Rh. 1, 393.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
provisions, vivres.
Étymologie: ἁρμός.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰλιά: ион. ἁρμᾰλιή ἡ продовольствие, пища Hes., Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμαλιά: ἡ, τὸ ὡρισμένον ποσὸν τροφῆς διδομένης εἰς τοὺς δούλους ἢ τὰ κτήνη, σιτηρέσιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 560, 765· ἁρμ. ἔμμηνος Θεόκρ. 16. 35· τὰ διὰ τὸν πλοῦν ἀπαιτοῦμενα τρόφιμα, κοινῶς «κουμπάνια», Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 393.
Greek Monolingual
ἁρμαλιά, η (Α)
1. ορισμένη ποσότητα τροφής που δίνεται στους δούλους ή στα ζώα, το σιτηρέσιο
2. οι προμήθειες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με το άρμα (Ι) «τροφή», λόγω της σημασιολογικής συνάφειας των δύο τύπων, προσκρούει στη δασύτητα της λ. αρμαλιά. Το πρόσφυμα -μαλ-(παρεκτεταμένη μορφή ενός αρχικού επιθήματος σε μ-είτε < επίθημα mel-) θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχετισμό του αρμαλιά με το αρμός, που επίσης σχηματίζεται με πρόσφυμα μ-, αλλά διαφέρει σημασιολογικά. Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, ο τ. αρμαλιά πιθ. < αρμαρ-ια < (ρίζα) αρ-(αραρίσκω) + (επίθημα) -μαρ-(-mŗ-) + (κατάλ.) -ια με παρετυμολογικό συσχετισμό προς το αρ- των άρμα, αρμόττω και ανομοιωτική τροπή του ακολουθούντος -λ- σε -ρ-].
Greek Monotonic
ἁρμαλιά: ἡ (*ἄρω), τροφή που δινόταν προς εφοδιασμό, μερίδα φαγητού, σε Ησίοδ., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: ration, food (Hes.).
Other forms: Also αρμολια, -εα (Pap.), and ἄρμωλα ἀρτύματα. Ἀρκάδες H. Cf. Bechtel Dial. 1, 388 (-ωλ- of course not old ablaut). Other glosses ἀρμόγαλα τὰ ἀρτύματα. Ταραντῖνοι (in wrong place) and ἀρμώμαλα (read -ματα?) may contain mistakes. Cf. further ἡρμαλώσατο συνέλαβεν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. ἄρμενα food and 2. ἄρμα id. S. Scheller Oxytonierung 88 (also on -ία). On the suffix Chantr. Form. 82, Schwyzer 469, 483. The variation -αλ-, -ολ-, -ωλ- suggests a loanword.
Frisk Etymology German
ἁρμαλιά: {harmaliá}
Grammar: f.
Meaning: zugeteilte Nahrung, Speise (Hes., Theok., A. R., Pap.).
Derivative: Daneben, im Vokal nach ἁρμόζω usw. umgebildet, αρμολια, -εα (Pap.), außerdem ἄρμωλα· ἀρτύματα. Ἀρκάδες H., das im Suffix mit ἁρμαλιά ablauten kann, s. Hoffmann Dial. 1, 101, Bechtel Dial. 1, 388. Die übrigen bei H. überlieferten Formen, ἀρμόγαλα· τὰ ἀρτύματα. Ταραντῖνοι (an falscher Stelle) und ἀρμώμαλα (s. ἄρμωλα) können schwerlich richtig sein. Kühne Erklärungsversuche bei v. Blumenthal Hesychst. 26. — Zu notieren noch das denominative ἡρμαλώσατο· ἔλαβεν H.
Etymology: ἁρμαλιά enthält ein suffixales Element -μαλ-, das seinerseits aus einem μ-Suffix erweitert sein kann (Frisk Eranos 41 50ff.) Der dadurch gewonnene Anschluß an ἁρμός usw. leuchtet semantisch nicht unmittelbar ein; vgl. indessen ἄρμενα im Sinn von Speise. Scheller Oxytonierung 88, wo näheres über die Bildung, erinnert noch an 2. ἄρμα Speise, Nahrung. Zu den Bildungen auf -ιά noch Chantraine Formation 82 und Schwyzer 469 und 483.
Page 1,143-144