νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
νομός, εἴσειμι, ἔσειμι, εἶδαρ, βρῶμα, τροφή, τροφά, ἐδανόν, ἔδεσμα, προσφάγημα, νομή, βόσκημα, ἑστίαμα, φορβή, ὀχή, ἐδωδή, βορά, προσφόρημα, βόσις, τροφόν, βρῶσις, θρεπτήρια, ἁρμαλιά, ἁρμαλιή, προσφάγιον, ἤια, σιτίον, σῖτος, γαστήρ, σύνοδος