ἄνδηρον

English (LSJ)

τό,
A raised bank by the side of a river or ditch, dike, Mosch. 4.102: mostly in plural, ἄνδηρα, τά, Hyp.Fr.113, Lyc.629; Πακτωλοῦ χρυσέοισιν ἐπ' ἀνδήροισι Call.Fr.45 P., cf. Fr.anon.110; τετμῆσθαι καθάπερ ἀνδήροις καὶ ὀχετοῖς Plu.2.650c, cf. Luc.Lex.2.
2 border, edge, of the sea, dub. in B.1.54 (p.439J.); ἄ. θαλάσσης Opp.H.4.319.
3 border for plants or flowers, Thphr. CP 3.15.4, Theoc.5.93, AP12.197 (Strat.), Nic.Th.576.
4 = στῆθος χειρός, Poll.2.144.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. ἄνδειρον Hsch.
• Morfología: [plu. salvo Mosch.4.102]
1 ribera, orilla ἁλός B.1.54, Πακτωλοῦ Call.Fr.814, θαλάσσης Opp.H.4.319, cf. Hyp.Fr.113, Lyc.629, Euph.22 A.36, Hsch.
borde de un foso Mosch.l.c., Luc.Lex.2
dique Phot.α 1736, Et.Gud.136.15.
2 bancal para viñas, Thphr.CP 3.15.4, SB 9699.394, 425, 429, 493 (I d.C.)
para flores arriate Theoc.5.93, Nic.Th.576, AP 12.197 (Strat.), Plu.2.649d.
3 fig. reguero, conducto Plu.2.650c.
• Etimología: Et. desc. quizá preindoeuropea. Se ha propuesto tb. dór. por ᾰν-δερϝ-ᾰ.

German (Pape)

[Seite 216] τό, nur im plur., 1) Gartenbeete, neben πρασιαί Nic. Th. 575; Strat. 39 (XII, 197); Plut. Symp. III, 2, 2 E.; οὐχ ὁμαλά u. ἀναχοῦν τὰ ἄνδ. Luc. Lexiph. 2; vgl. Mosch. 4, 101; bei Theocr. 5, 93 ῥόδων, Blumenbe etc. Nach VLL. eigtl. τὰ ἄκρα, αἱ τῶν τάφρων ἀναβολαί, u. daher – 2) τὰ χείλη τῶν ποταμῶν, Uferrand, θαλάσσης Opp. H. 4, 319. – 3) die Gräben selbst, Lyc. 629.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 plate-bande ou couche de jardin;
2 bord d'un fleuve ou de la mer ; lieu arrosé par un cours d'eau, lieu humide ; qqf. lit du fleuve ou de la mer.
Étymologie: ἀνδέω p. ἀναδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνδηρον: τό преимущ. pl.
1 садовая гряда Theocr., Plut., Luc., Anth.;
2 береговая насыпь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνδηρον: τό, πᾶν ἀνάχωμα παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ ἢ τάφρου, πρόχωμα, Μόσχ. 5. 102: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἄνδηρα, τά, Λυκ. 629, κτλ· τετμῆσθαι καθάπερ ἀνδήροις καὶ ὀχετοῖς Πλούτ. 2. 650C· πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 2· ἄνδ. θαλάσσης Ὀππ. Ἁλ. 4. 319. 2) πρασιὰ ὑπερέχουσα τοῦ ἐδάφους ἐν κήπῳ πρὸς φύτευσιν ἀνθέων κυρίως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 15, 4 (τὸ χωρίον ἐν Ἱστ. Φ. 7. 15, 2 εἶναι ἐφθαρμένον), Θεόκρ. 5. 93, Ἀνθ. Π. 12. 197, Νικ. Θ. 576· ὡσαύτως ἐν τοῖς Α. Β. 394, ἀνδειράδες, αἱ.

Greek Monotonic

ἄνδηρον: τό, υπερυψωμένο ανάχωμα, πρόχωμα, σε Θεόκρ., Ανθ.· υπερυψωμένη όχθη, πρασιά κήπου, σε Μόσχ. (πιθ. συγγενές προς το ἄνθος).

Middle Liddell

[Perh. akin to ἄνθος.]
a raised border, flower-bed, Theocr., Anth.:— any raised bank, a dyke, Mosch.