Ἀμύκλαι

English (LSJ)

ῶν, αἱ, Amyclae in Laconia, famous for worship of Apollo, Il., etc.:—Ἀμυκλαῖος, or ἀμυκλαεύς, έως, ὁ, Amyclean, X.HG 4.5.11, Arist.Fr.532:—Ἀμυκλαῖον, τό, temple of Amyclean Apollo, ἐν Ἀ. Foed. ap. Th.5.18 and 23; ἐν τῷ Ἀ. Str.6.3.2; of Artemis, Call.Aet. 1.1.24. Adv. ἀμύκλαθεν from Amyclae, Pi.N.11.34. Ἀμύκλαι, αἱ, sort of shoes, named after Amyclae, Theoc.10.35:—also ἀμυᾷδες, αἱ, Ar.Fr.44D., Phryn.Com.5 D., cf. Poll.7.88, Hsch. Ἀμυκλαϊάζω, speak in the Amyclean (i.e. Laconian) dialect, Theoc.12.13.

Spanish (DGE)

-ῶν, αἱ
• Prosodia: [ᾰ-]
Amiclas ciu. de Laconia Il.2.584, Pi.P.1.65, 11.32, I.7.14, E.Tr.986, Ar.Lys.1299, A.R.4.1704, X.HG 6.5.30.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Amyclées, ville de Laconie.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Ἀμύκλαι: ῶν (ᾰ, ῡ) αἱ Амиклы (город в Лаконии с культом Аполлона, резиденция Тиндарея, родина Диоскуров) Hom., Pind., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμύκλαι: -ῶν, αἱ, Λακωνικὴ πόλις, περίφημος διὰ τὴν λατρείαν τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ., κτλ.: - Ἀμυκλαῖος ἢ Ἀμυκλαεύς, έως, ὁ, ὁ ἐξ Ἀμυκλῶν, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 489: Ἀμυκλαῖον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἀμυκλαίου Ἀπόλλωνος, ἐν Ἀμ., σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 18 καὶ 23· ἐν τῷ Ἀμ. Στράβ. 278. - Ἐπίρρ. Ἀμύκλᾱθεν, ἐξ Ἀμυκλῶν, Πινδ. Ν. 11. 44.

English (Autenrieth)

a city in Laconia, near the Eurotas, 20 stadia S.E. of Sparta, and the residence of Tyndareus, Il. 2.584†.

English (Slater)

̆αμύκλαι a city near Sparta, captured by the Herakleidai with the help of the Theban Aigidai ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι (sc. Ἡρακλείδαι.) (P. 1.65) θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας ἵκων χρόνῳ κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις (P. 11.32) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι (sc. ὦ Θήβα.) (I. 7.14)

Greek Monotonic

Ἀμύκλαι: αἱ, είδος παπουτσιού που φτιαχνόταν στις Άμυκλες, σε Θεόκρ.
Ἀμύκλαι: -ῶν, αἱ, Λακων. πόλη, διάσημη για τη λατρεία του Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Ἀμυκλαῖον, τό, ο ναός του Αμυκλαίου Απόλλωνα, σε Θουκ.· επίρρ. Ἀμύκλᾱθεν, από τις Αμύκλες, σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

Meaning: place in Laconia, famous for the worship ofApollo (Il.).
Derivatives: ἀμυκλᾳ̃δες kind of elegant shoes (Com.), also ἀμύκλαι (Theoc.). For the phenomenon cf. ἀμοργ-ίς.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. Prob. a Pre-Greek place name.

Middle Liddell


1. a Lacon. city, famous for the worship of Apollo, Il., etc.
2. a sort of shoes, made at Amyclae, Theocr.