ἐθείρω

English (LSJ)

tend, till, once in Hom., χαίρει δέ μιν (sc. ἀλωήν) ὅστις ἐθείρῃ Il.21.347:—but in Pass., χρυσέαις φολίδεσσιν ἐθείρεται he is decked with golden scales, Orph.A.929, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

1 cultivar, cuidar χαίρει δέ μιν (ἀλωήν) ὅς τις ἐθείρῃ se alegra quien la cultiva (una huerta) Il.21.347, Hsch.s.u. ἐθείρῃ.
2 en v. med. adornarse χρυσέαις γὰρ φολίδεσσιν ἐθείρεται se adorna con escamas de oro Orph.A.929, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 718] Il. 21, 347 χαίρει δέ μιν ὅστις ἐθείρῃ, wer es (das Ackerland) pflegt, bearbeitet; Orph. Arg. 932 χρυσάαις φολίδεσσιν ἐθείρεται, mit goldenen Schuppen geschmückt. Vgl. θέρω, θεραπεύω, ἀθερίζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
peigner ; fig. ratisser, sarcler.
Étymologie: R. θερ, prendre soin de ; cf. θεραπεύω et ε prosth.

Russian (Dvoretsky)

ἐθείρω: досл. расчесывать, перен. вспахивать, возделывать (ἀλωήν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐθείρω: ἅπαξ παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Φ. 347, χαίρει δέ μιν (ἐνν. ἀλωὴν) ὅστις ἐθείρῃ, χαίρει ἐκεῖνοςὁποῖος καλλιεργεῖ, περιποιεῖται τὸν ἀγρόν· ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 932 ἔχομεν τὸ παθ., χρυσέαις φολίδεσσιν ἐθείρεται, εἶναι κατακεκοσμημένος διὰ χρυσῶν φολίδων.

English (Autenrieth)

till, ἀλωήν, Il. 21.347†.

Greek Monolingual

ἐθείρω (Α)
καλλιεργώ, περιποιούμαι
μέσ. εθείρομαι
στολίζομαι.

Greek Monotonic

ἐθείρω: άπαξ στον Όμηρ., καλλιεργώ, περιποιούμαι χωράφι (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: meaning unknown, mostly taken as care for (s. H.: ἐθείρῃ ἐπιμελείας ἀξιώσῃ), work, cultivate.
Other forms: only Φ 347 χαίρει δέ μιν (sc. ἀλωήν) ὅστις ἐθείρῃ.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown (wrong Doederlein apud Bechtel Lex. s. v., Kuiper Glotta 21, 267ff.). - On ἐθείρεται is coverd s. ἔθειραι. Also Debrunner IF 21, 203.

Frisk Etymology German

ἐθείρω: {etheírō}
Forms: nur Φ 347 χαίρει δέ μιν (sc. ἀλωήν) ὅστις ἐθείρῃ.
Meaning: Bedeutung unbekannt, gewöhnlich als besorgen (vgl. H.: ἐθείρῃ· ἐπιμελείας ἀξιώσῃ), bearbeiten, bebauen erklärt.
Etymology: Herkunft unbekannt (verfehlt Doederlein bei Bechtel Lex. s. v., Kuiper Glotta 21, 267ff.). — Zu ἐθείρεται ist bedeckt s. ἔθειραι. Vgl. noch Debrunner IF 21, 203.
Page 1,447