ἐλεγεῖον
English (LSJ)
τό,
A distich consisting of hexameter and pentameter, Critias 4.3D., Th.1.132, Arist.Po.1447b12.
II in plural, ἐλεγεῖα, τά, elegiac poem or inscription, merely in reference to the metre, not to the subject, Pl.R. 368a, Arist.Rh.1375b32, Lycurg.142, D.59.98; even in two hexameters, Pherecr.153.7; sg., Ps.-Hdt.Vit.Hom.36.
2 later, lament, elegy, Paus.10.7.5, Luc.Tim.46; cf. ἐλεγεῖα· τὰ ἐπιτάφια ποιήματα, Hsch.: in sg., D.S.11.14, D.H.1.49, Plu.Them.8, etc.
III a single line in an elegiac inscription, prop. the pentameter, Id.2.1141a, Heph.15.14.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἐλεγήϊον CEG 888.19 (Janto IV a.C.)
I métr.
1 dístico elegíaco, metro elegíaco οὐ γάρ πως ἦν τοὔνομα ἐφαρμόζειν ἐλεγείῳ no era posible en modo alguno adaptar su nombre al dístico elegíaco Critias Eleg.2.3, ταῦτα αὐτὸς ἐντείνας εἰς ἐ. poniéndo esto él mismo en metro elegíaco Pl.Hipparch.228d, atribuida su invención a Arquíloco, Plu.2.1141a, ref. al primer dístico de un epigrama, Plu.Flam.9, ref. a un par de hexámetros, D.Chr.4.135
•más frec. plu. versos elegíacos Pherecr.162.10, τοὺς Σωκρατικοὺς λόγους οὐδὲ εἴ τις διὰ τριμέτρων ἢ ἐλεγείων ... ποιοῖτο Arist.Po.1447b12, πέπαυται τὸ μαντεῖον ἔπεσιν καὶ ἐλεγείοις χρώμενον Plu.2.397d, ἐλεγεῖα δὲ κρύφα συνθείς Plu.Sol.8, cf. Aristid.Quint.52.10, D.59.98
•plu. a veces tb. interpretable en sent. II 2 οὐ κακῶς ... τὴν ἀρχὴν τῶν ἐλεγείων ἐποίησεν Pl.R.368a, τὰ Σόλωνος ἐλεγεῖα Arist.Rh.1375b32, cf. 1405a33, Polyaen.1.20.1, CEG 819.5 (Delfos IV a.C.), ἐλεγεῖα ποιῆσαι D.19.252.
2 verso elegíaco ref. al pentámetro, op. ἔπος Heph.1.5, cf. 15.14, Aristid.Quint.47.16, Sch.D.T.20.13.
II lit.
1 epigrama conmemorativo o funerario, compuesto por un dístico elegíaco ἐπιγράψασθαι ... τὸ ἐλεγεῖον τόδε Th.1.132, cf. D.S.19.1 (pero tb. interpretable como I 1), compuesto por dos o más dísticos elegíacos CEG 819.13 (Delfos IV a.C.), D.S.10.24, 11.14, Plu.Them.8, Sch.Pi.O.13.32b, Lycurg.142, Hsch.
•tb. de composiciones en hexámetros CEG 888.19 (Janto IV a.C.), Ps.Hdt.Vit.Hom.36.
2 elegía, poema elegíaco de mayor extensión ἐ. ἐς Εὐρυτίωνα Κένταυρον ὑπὸ Ἑρμησιάνακτος πεποιημένον Paus.7.18.1, cf. D.H.1.49, Str.14.6.3.
3 elegía, poema de duelo plu., Paus.10.7.5, ἐλεγεῖά γε ᾄσῃ μάλα περιπαθῶς Luc.Tim.46.
• Etimología: Deriv. de ἔλεγος, aunque tb. se ha propuesto un origen en *ἐλικεῖον rehecho por influencia del frig. ἔλεγος a partir de una r. *H1u̯el/ol- ‘girar’, cf. lat. versus.
German (Pape)
[Seite 793] τό, eigentl. adj., sc. μέτρον od. ähnl., – a) Pentameter; Critia. frg. 3; Plut. music. 28; Choerobosc. in B. A. 1383 u. a. Gramm. Nach Draco p. 161 τὸ ἐλεγεῖον σύγκειται ἐκ δύο δακτυλικῶν πενθημιμερῶν; vgl. Hephaest. p. 92. – b) Distichon; im sing., Thuc. 1, 132 Plat. Hipparch. 228 d; gew. im plur., mehrere zu einem Ganzen verbundene Distichen (nach Hephaest. ἑξαμέτρου πρὸς πεντάμετρον κοινωνία), Rep. II, 368 a u. Folgde; der plur. von einem Distichon, Dem. 59, 98. Den sing. brauchen Strab., Dion. Hal. 1, 49, D. Sic. 11, 14, Plut. Themist. 8 u. a. Sp. für mehrere Distichen. Erst bei Sp. = Klagelied, Paus. 10, 7, 6 Luc. Tim. 46. – c) weil das Distichon das gewöhnliche Metrum zu Inschriften, bes. auf Grabmälern war, Lycurg. 142, übh. = poetische Inschrift, auch in Hexametern, Sp., wie Herod. vit. Hom. 36.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
s.e. μέτρον;
mètre élégiaque :
I. propr. le pentamètre;
II. p. suite
1 distique (formé d'un hexamètre et d'un pentamètre) ou pièce entière en distiques;
2 p. ext. épitaphe en distiques;
3 postér. chant de deuil, élégie.
Étymologie: neutre de ἐλεγεῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγεῖον: τό
1 Plut. = πεντάμετρος;
2 тж. pl. элегическое двустишие (сочетание гексаметра и пентаметра) Thuc., Arst., Dem., Plut.;
3 преимущ. pl. элегия (сочинение, написанное элегическими двустишиями) Plat., Arst., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγεῖον: τό, δίστιχον συνιστάμενον ἐξ ἑνὸς στίχου ἑξαμέτρου καὶ ἑνὸς πενταμέτρου, τὸ μέτρον τῆς ἐλεγείας, Κριτίας 3. 3, Θουκ. Ι. 132, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 9. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἐλεγεῖα, τά, ἐλεγειακὸν ποίημα, τοῦ ὀνόματος ἀναφερομένου εἰς τὸ μέτρον, οὐχὶ δὲ εἰς τὸ περιεχόμενον, Πλάτ. Πολ. 368Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13, κ. ἀλλ.· (βραδύτερον παρὰ μεταγεν., θρῆνος, θρηνητικὸν ᾆσμα, Παυσ. 107. 5, Λουκ. Τίμ. 46): ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Διον. Ἁλ. 1. 49, Πλουτ. Θεμ. 8, κτλ.: οὕτω καὶ ἐλεγεία, ἡ, Στράβων 604, Πλουτ. Σόλων 8, κτλ.· πρβλ. Μυλλέρου Ἱστ. Ἑλλ. Φιλολογ., μετάφρ. Κυπρ., τ. Α΄, σ. 146. ΙΙΙ. εἷς στίχος ἐν ἐλεγειακῇ ἐπιγραφῇ, κυρίως ὁ πεντάμετρος, Πλούτ. 2. 1141Α, Δράκων, Ἡφαιστίων: - πληθ. ἐπιγραφὴ ἢ ἐπίγραμμα εἰς ἐλεγειακοὺς στίχους, Λυκοῦργ. 168. 10, Δημ. 1378. 13· ἢ καὶ εἰς δύο ἑξαμέτρους στίχους, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3, 7, Βίος Ὁμ. 36. - Κυρίως, οὐδ. τοῦ ἐλεγεῖος, ἐξυπακουομ. τῆς λέξεως μέτρον ἐν τῇ σημασ. Ι, ἔπος ἐν τῇ σημασ. ΙΙ, Francke εἰς Καλλῖν. σ. 53, 58.
Greek Monotonic
ἐλεγεῖον: τό (ἔλεγος),·
I. δίστιχο που αποτελείται από εξάμετρο και πεντάμετρο στίχο, το μέτρο της ελεγείας, σε Θουκ.
II. σε πληθ. ἐλεγεῖα, τά, ελεγειακό ποίημα, επίγραμμα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και σε ενικ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐλεγεῖον, ου, τό, ἔλεγος
I. a distich consisting of hexameter and pentameter, the metre of the elegy, Thuc.
II. in plural, ἐλεγεῖα, τά, an elegiac poem, Plat., etc.:—so in sg., Plut.