ἐλεγεῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, elegiac, δίστιχον Ael.VH1.17.
Spanish (DGE)
-α, -ον
métr. elegíaco δίστιχος Ael.VH 1.17, ὁ στίχος Eust.984.9, cf. tb. ἐλεγεῖον.
German (Pape)
[Seite 793] (ἔλεγος), elegisch, zur Elegie gehörig; ποιητής Strab.; μέτρον, στίχος, Gramm.; δίστιχον Ael. V. H. 1, 17.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
élégiaque.
Étymologie: ἔλεγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγεῖος: -α, -ον, = ἐλεγειακός, δίστιχον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17.
Greek Monolingual
ἐλεγεῖος, -α, -ον (Α)
ο ελεγειακός («ἐλεγεῖον δίστιχον»).