ἐνυάλιος
German (Pape)
[Seite 859] (Ἐνυώ), kriegerisch, streitbar, Beiname des Ares, ll. 17, 211, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 179; ἰωχμός Theocr. 25, 279; ἄνδρες D. Per. 97; ἀϋταί Opp. Cyn. 2, 58, wie κέλαδος, Kriegslärm, Hsliod. 1, 31. Gew. substantivisch = Ἄρης, Il. 20, 69, Hes., Pind. u. A. In Soph. Ai. 179 nimmt man es für eine besondere Gottheit, vgl. nom. propr.; τὸ ἐνυάλιον, das Schlachtgeschrei, Poll. 1, 163; auch ὁ ἐνυάλιος, Heliod. 4, 17.
Spanish (DGE)
(ἐνῡάλιος) ἐνυάλιον
• Alolema(s): fem. ἐνυαλίη Q.S.1.402, Nonn.D.22.132, 34.136, 35.89
• Morfología: [gen. -ίοιο Nonn.D.27.119]
I 1guerrero, belicoso, terrible epít. de dioses y héroes Ἄρης δεινὸς ἐνυάλιος Il.17.211, Lycurg.77, Aen.Tact.24.2, de Dioniso Lyr.Adesp.109b, Macr.Sat.1.19.1, de Zeus, Hestiaeus 3, Αἰνεάδης Opp.C.1.2, κούρη e.d., Pentesilea, Q.S.l.c., Δειανείρη Nonn.D.35.89
•tb. de pers. γαμβρός ref. un príncipe bárbaro, Nonn.D.34.221, ἄνδρες de la Dalmacia, D.P.97.
2 de cosas guerrero, de guerra ἰωχμός Theoc.25.279, σίδηρος Nonn.D.29.265, χορείη Nonn.D.27.119, πεύκη Nonn.D.34.136, θύρσος Nonn.D.43.74, τὸν ἐνυάλιον παιᾶνα ... ἐπαλαλαζόντων Iul.Or.1.36b
•de guerra, militar στολή Afric.Cest.1.1.9, ἔσθημα Tz.H.12.785.
II subst. τὸ Ἐνυάλιον = Enialion templo de Enialio en la isla de Minoa (Mégara), Th.4.67 (cód., pero cf. Ἐνυαλιεῖον).
Greek Monolingual
ἐνυάλιος, -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)
πολεμικός, μαχητικός, μανιώδης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνυάλιον
το πολεμικό σάλπισμα
αρχ.
1. επωνυμία του Άρη, ο Άρης (κάποτε όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)
2. συνεκδ. η μάχη
3. πολεμική κραυγή
4. επίθ. του Διονύσου
5. (το ουδ. ως κύρ. όνομα) τὸ Ἐνυάλιον
ναός του Ενυαλίου.
Russian (Dvoretsky)
ἐνῡάλιος: боевой, бранный (ἰωχμός Theocr.).
ὁ бой, битва Eur.
Mantoulidis Etymological
(πολεμοχαρής, ἐπώνυμο τοῦ Ἄρη). Ἀπό τό ἐνυώ -οῦς (=ἡ θεά τοῦ πολέμου).