ἐξάρθρωμα

English (LSJ)

ἐξαρθρώματος, τό, = ἐξάρθρημα (dislocation).

Spanish (DGE)

ἐξαρθρώματος, τό
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.in Hp.Fract.53.25, cf. ἐξάρθρημα.

German (Pape)

[Seite 872] τό, das Ausgerenkte, Verrenkung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρωμα: τό, ἐξάρθρωσις, ἡ, = ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρωμα) εξαρθρώ
μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση.

Translations