ἐξομοιόω

English (LSJ)

make quite like, assimilate, τὸ εἶδος Hdt.3.24; αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ Pl.Grg. 512e; ἐξομοιόω τοὺς καρπούς produce fruit exactly like, Thphr. HP 2.2.4; adapt, τοῖς ἤθεσι τῶν λεγόντων καὶ τῶν ἀκουόντων τοὺς λόγους Anon.Oxy.1012i 28; compare, liken, τί τινι Str.2.5.22, Ph.2.11, al.:—Pass., become or be like, ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν E.Andr.354, cf. S.Aj.549, X.Oec.7.32; ὁ Ἄψος σχῆμα ἐ. πρὸς τὸν Πηνειόν Plu.Flam.3.

German (Pape)

[Seite 886] ganz ähnlich machen; Soph. ἐξομοιοῦσθαι φύσιν, sich die Natur aneignen, Ai. 545; Eur. Andr. 354; ἐξομοιεῦντες τὸ εἶδος Her. 3, 24; ἑαυτόν τινι Plat. Gorg. 512 e u. Sp.; πρός τι, Plut. Flamin. 3.

French (Bailly abrégé)

ἐξομοιῶ :
faire ressembler complètement, assimiler ; Pass. être entièrement semblable : τινι, πρός τινα à qqn;
Moy. ἐξομοιόομαι, ἐξομοιοῦμαι exécuter d'une façon semblable.
Étymologie: ἐξ, ὁμοιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξομοιόω:
1 делать весьма похожим, уподоблять: ἐ. τὸ εἶδος Her. воспроизводить в точности (чью-л.) наружность; pass. уподобляться, становиться или быть похожим (τινι φύσιν Eur.; τινι κατὰ τὸ χρῶμα Arst.; πρός τι σχῆμα Plut.);
2 приспособлять: ἐ. ἑαυτόν τινι Plat., Plut.; приспособляться к чему-л.;
3 med. сходно поступать: ποῖα ἔργα ἐξομοιοῦται τοῖς ἔργοις οἷς ἐμὲ δεῖ πράττειν; Xen. что (же) делает он такого, что должен делать и я?

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομοιόω: καθιστῶ τι ὅμοιον, ἐξομοιεῦντες τὸ εἶδος ἐς τὸ δυνατὸν Ἡρόδ. 3. 24· αὑτὸν τῇ πολιτείᾳ Πλάτ. Γοργ. 512Ε· πάντα δοκεῖ τοὺς καρποὺς ἐξομοιοῦν, παράγειν ὁμοίους καρπούς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4: ― Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι ὅμοιός τινι, ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν Εὐρ. Ἀνδρ. 354, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 7, 32· σχῆμα ἐξ. πρός τινα Πλουτ. Φλαμινῖνος 3: ― ἐν Σοφ. Αἴαντι 549 δεῖ πωλοδαμνεῖν (αὐτὸν) κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, τὸ ἐξομοιοῦσθαι εἶναι παθ. ἔχον ὡς ὑποκείμενον τὸ αὐτόν, τὸ δὲ φύσιν εἶναι αἰτ. ἐκφράζουσα τὸ κατά τι, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

ἐξομοιόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι όμοιο, εξομοιώνω, συγκρίνω, σε Ηρόδ., Πλάτ. — Παθ., γίνομαι ή είμαι όμοιος με, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to make quite like, to assimilate, Hdt., Plat.:—Pass. to become or be like, Soph., Eur.