ἐπαναλίσκω
English (LSJ)
A consume still more, (χρόνον) D.50.42: aor. 1 ἐπανάλωσα Hadr.Rh.p.45H.
II spend in addition, τὸ ἐπανᾱλωθέν IG 12(7).24 (Amorgos); but ἐπανηλωθέντος PCorn.1.88.
German (Pape)
[Seite 900] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, χρόνον Dem. 50, 42, Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπανήλωσα, pf. ἐπανήλωκα;
dépenser plus qu'il ne faut, consumer, épuiser.
Étymologie: ἐπί, ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰνᾱλίσκω: (сверх нужды) тратить, расточать (χρόνον Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰνᾱλίσκω: καταναλίσκω ἐπὶ πλέον, τοῦ χρόνου οὗ ἐπανήλωσεν ὑπὲρ αὐτῶν Δημ. 1219. 25., 1223. 13.
Greek Monolingual
ἐπαναλίσκω (Α)
1. καταναλώνω παραπάνω
2. ξοδεύω, δαπανώ παραπάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναλίσκω «καταναλώνω»].
Greek Monotonic
ἐπανᾱλίσκω: καταναλώνω ακόμη περισσότερο, χρόνον, σε Δημ.