ἐπικαθαίρω

English (LSJ)

A purge yet more, Hp.Judic.11, Ruf. ap. Orib.7.26.169 (Pass.); of supplementary menstruation, Sor.1.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 944] abwischen, reinigen, Hippocr.

Greek Monolingual

ἐπικαθαιρῶ, -έω (Α)
καταρρίπτω, γκρεμίζω, καταστρέφω επί πλέον ή μετά από άλλους («ἐπικαθελών τὸ ἐν Τέῳ τεῖχος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-αιρώ «κατεβάζω, σύρω κάτω»].

Greek Monolingual

ἐπικαθαίρω και ἐπικαθαρίζω (AM)
1. καθαρίζω ακόμη περισσότερο
2. μέσ. ἐπικαθαίρομαι
καθαρίζομαι επί πλέον (για συμπληρωματική έμμηνη ρύση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθαίρω «καθαρίζω»].