ἐπιμάρτυρος

English (LSJ)

ὁ,
A witness to one's word, etc., Ζεὺς δ' ἄμμ' ἐ. ἔστω Il.7.76; θεοὶ δ' ἐ. ἔστων Od.1.273 (nisi scrib. ἐπὶ μ., et sic Hes.Sc.20): fem., Orph.A.351.
II. Astrol., supporting by aspect, Man.6.231 (fem.), Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.6.113.1.

German (Pape)

[Seite 960] ὁ, Zeuge wobei, wovon, Ζεὺς δ' ἄμμ' ἐπιμάρτυρος ἔστω Iliad. 7, 76, θεοὶ δ' ἐπιμάρτυροι ἔστων Odyss. 1, 273, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – Hes. sc. 20 u. sp. D.; als fem., Orph. Arg. 349.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui rend témoignage de.
Étymologie: ἐπί, μάρτυς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμάρτῠρος: ὁ (относительно чего-л.) свидетель (θεοὶ δ᾽ ἐπιμάρτυροι ἔστων Hom. и ἦσαν Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμάρτυρος: ὁ, μάρτυς τῶν λόγων τινός, κτλ., Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπ. ἔστω Ἰλ. Η. 76· θεοὶ δ’ ἐπ. ἔστων Ὀδ. Α. 273, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 20.

English (Autenrieth)

witness to a matter, only of gods, Il. 7.76, Od. 1.273.

Greek Monolingual

ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α)
εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.)
2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθετο εκ συναρπαγής από την προθετική φράση επί μάρτυρος (κατά το ά-μαρτυρος)].

Greek Monotonic

ἐπιμάρτῠρος: ὁ, μάρτυρας που έρχεται για να επιβεβαιώσει τα λόγια κάποιου, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐπιμάρτῠρος, ὁ,
a witness to one's word, Hom.