ἐπιτίμιος
English (LSJ)
α, ον, honourable, πόλις IG12(8).528 (Thasos).
German (Pape)
[Seite 994] was Einem zur Ehre geschieht, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπιτίμια Soph. El. 903; übh. το ἐπιτίμιον, die Strafe, Vergeltung, Lohn, τοὐπιτίμιον λαβεῖν Aesch. Spt. 1012; τῶνδε τἀπιτίμια Pers. 809; δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί Soph. El. 1374; ἐπιτίμια δέδωκεν Eur. Hec. 1086; ἐπιτίμια διδοῦσιν ἐκείνοις Her. 4, 80; bes. im att. Recht, die von den Richtern festgesetzte Strafe, meist in Geld, τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Antiph. IV α 4; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπ. Lycurg. 4; ἔπεστι ταῖς ἐπαγγελίαις Is. 3, 47; ἔσται πρὸς τούτοις Dem. 24, 116; Sp., wie Plut. ἐπιτιμίοις μεγάλοις ἐξελθεῖν τοὺς λαχόντας ἀναγκάσαντες Coriol. 13; vgl. Meier u. Schömann att. Proc. p. 739.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sert à honorer : τἀπιτίμιά τινος SOPH honneurs qu'on rend à qqn;
2 τὸ ἐπιτίμιον, τὰ ἐπιτίμια peine infligée par la loi ou par un tribunal ; châtiment, peine en gén.
3 τὸ ἐπιτίμιον valeur, prix.
Étymologie: ἐπί, τιμή.
Greek Monolingual
ἐπιτίμιος, -ον (Α)
1. έντιμος, αξιότιμος, δίκαιος («ἐπιτίμιος πόλις», επιγρ.)
2. αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί κάποιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτίμιον
βλ. επιτίμιο.