ἐποικονομία

English (LSJ)

ἡ, apporlionment, ἔργων ἢ παθῶν ἐ. rhetorical arrangement of them, Longin.11.2(nisi leg. ἐποικοδομία).

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Hinzufügen u. richtig Verteilen, ἔργων ἢ παθῶν Longin. 11, 2, od. v.l. ἐποικοδομία, Vergrößerung in der Darstellung, exaggeratio. S. ἐποικοδόμησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικονομία: ἡ, ἀνάλογος διανομή, ἐποικονομίαν ἔργων ἢ παθῶν Λογγῖν. 11, 6 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἐποικοδομία).

Greek Monolingual

ἐποικονομία, ἡ (Α)
διανομή κατ’ αναλογία.