ἐπωρύω

English (LSJ)

[ῡ], howl at, AP9.311 (Phil.):—in Med., LXX Za.11.8.

German (Pape)

[Seite 1016] dazu heulen, bellen, Philp. 34 (IX, 311), von Hunden, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

hurler sur ou vers.
Étymologie: ἐπί, ὠρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωρύω: (ῡ) выть, завывать Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωρύω: ῡ, ὠρύομαι ἐναντίον τινός, Ἀνθ. Π. 9. 311· ἐν τῷ Μέσ., Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΑ΄, 8).

Greek Monolingual

ἐπωρύω (AM)
ουρλιάζω, ορύομαι εναντίον κάποιου («αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ’ ἐμέ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωρύω (ενεργ. τ. του ωρύομαι), που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἐπωρύω: [ῡ], ουρλιάζω, αποδοκιμάζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

to howl at, Anth.