ἐφεδράζω

English (LSJ)

pf. part. ἐφηδρακώς,
A set or rest upon, τί τινι S.E.P.2.211, Hld.1.2.
II support, τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου Id.7.8:—Pass., Sor.1.70.

German (Pape)

[Seite 1113] darauf setzen, stützen, τί τινι, Sezt. Emp. Pyrrh. 2, 211; μηρῷ τὸν ἀγκῶνα Heliod. 1, 2; unterstützen, τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου 7, 8.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεδράζω: усаживать: τὰ σφαιρώματα ἐφηδρακώς τινι шутл. Sext. усевшийся на что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδράζω: θέτω ἢ στηρίζω τι ἐπάνω εἴς τι, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 211· μηρῷ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θἀτέρας χειρὸς ἔφεδράζουσα Ἡλιόδ. 1. 2. ΙΙ. ὑποστηρίζω, ὑποβαστάζω, τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου ὁ αὐτ. 7. 8.

Greek Monolingual

ἐφεδράζω (Α) εφέδρα
1. στηρίζω, ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.)
2. υποβαστάζω, υποστηρίζω.