ἑδνόω

English (LSJ)

Ep. ἐεδνόω, (ἕδνον)
A promise for wedding-presents, betroth, ἡμῖν ἕδνωσε θύγατρας Theoc.22.147:—Med. in Hom., of a father, ὥς κ' αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα Od.2.53; ἑδνώσομαί τε θυγατέρ' (Herm. for ἐδώσομαι) E.Hel.933.
II Med., of a husband, dower a wife, Hes. Fr.94.47; simply, marry, γυναῖκα AP7.648 (Leon.); woo, Nonn. D. 6.3.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐεδν- Od.2.53, Hes.Fr.200.7, Nonn.D.6.3
1 dotar para el matrimonio, dar en matrimonio a una mujer o diosa, c. suj. del padre o guardián ἵνα ἑδνώσειεν ἄκ[ο] ιτιν (los dioses), Hes.Fr.280.14 (= Minyas 7.14), ἡμῖν ... ἕδνωσε θύγατρας Theoc.22.147
en v. med. mismo sent. casar a su hija ὥς κ' αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα Od.l.c., ἑδνώσομαί τε θυγατέρ' E.Hel.933.
2 uso esp. v. med. pretender o tomar esposa mediante dote c. suj. del pretendiente ἐεδνώσασθαι ἄκοιτιν Hes.Fr.200.7, γυναῖκα AP 7.648 (Leon.)
c. ac. ref. a la boda pretender en matrimonio ὑμέναιον ἐεδνώσαντο θεαίνης Nonn.l.c., interno γάμον ... ἑδνώσασθαι [αὐτοκ] ασιγνήτην ὁμοπάτριον Hes.Fr.280.17 (= Minyas 7.17), γάμῳ δ' ἑδνώσατο δῖος Αἰγεύς Q.S.13.510.

German (Pape)

[Seite 716] und ἐεδνόω, mit Brautgaben (ἕδνοις) ein Weib versehn, τινά. Bei Homer einmal, im med., Odyss. 2, 53 οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι Ἰκαρίου, ὥς κ' αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα, δοίη δ' ᾡ κ' ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι: dies kann zweierlei bedeuten, entweder, daß der Vater für seine Tochter ἕδνα von deren Freiern empfangen würde, oder, daß der Vater seiner Tochter aus seinen Mitteln ἕδνα, also eine Aussteuer, eine Mitgift gewähren würde. Letztere Auffassung vertritt ein Scholium zu der Stelle, welches vielleicht aus Aristonicus floß. Vgl. s. v. v. ἕδνον, ἑδνωτής, ἀνάεδνος; Scholl. Herodian. Iliad. 5, 158. 13, 382. – Leon. Tar. 64 (VII, 648) ἑδνώσαιτο γυναῖκα = heirathen. – Das activ. Theocrit. 22, 147 ἁμῖν τοι Λεύκιππος ἑὰς ἕδνωσε θύγατρας τάσδε πολὺ προτέροις = verloben. – Adject. verb. bei Hesych., Ἑδνωτήν· ἐγγαμιστἠν νυμφίῳ.

French (Bailly abrégé)

ἑδνῶ :
ao. 3ᵉ sg. poét. ἔδνωσε;
donner une dot, doter ; marier.
Étymologie: ἕδνον.

Russian (Dvoretsky)

ἑδνόω: эп. ἐεδνόω (только в aor.)
1 тж. med. снабжать приданым, т. е. выдавать замуж (θύγατρας Theocr. и med. θύγατρα Hom.);
2 med. одарять брачными дарами, т. е. брать в жены (γυναῖκα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑδνόω: μέλλ. -ωσω, (ἕδνον), προικίζω, ἁμῖν ἕδνωσε θύγατρας Θεόκρ. 22. 147· οὕτω τὸ μέσ. παρ’ Ὁμ., ἐπὶ πατρὸς προικίζοντος τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα, ὥς κ’ αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα Ὀδ. Β. 53· ἑδνώσομαί τι θυγατέρ’ (οὕτως ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ ἑδνάσσομαι) Εὐρ. Ἑλ. 933. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, νυμφεύομαι, ἑδνώσαιτο γυναῖκα Ἀνθ. Π. 7. 648.

English (Autenrieth)

(ἕδνον): aor. mid. opt. ἐεδνώσαιτο: portion off, θύγατρα, said of the father, Od. 2.53.

English (Slater)

ἑδνόω med. ?“begabt werden” (mit Gesängen), Wil., Pind. 474. γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ (ἑδνώσατο· ἀντὶ τοῦ ὑμνήθη Σ) (Pae. 4.4)

Greek Monotonic

ἑδνόω: μέλ. -ώσω (ἕδνον
I. δίνω υπόσχεση για γαμήλια δώρα, προικίζω, αρραβωνιάζω την κόρη, σε Θεόκρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.
II. στη Μέσ. επίσης, νυμφεύομαι, παντρεύομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἑδνόω, ἕδνον
I. to promise for wedding-presents, to betroth one's daughter, Theocr.:—so in Mid., Od.
II. in Mid. also, to marry, Anth.