ἔγκλιμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A slope, Plb.5.59.9 (pl.).
2 inclination, tilt, τοῦ κόσμου Hipparch. 1.3.5, Gem.6.24; of an engine, Bito 55.10(pl.).
3 latitude, Vett.Val.316.32.
II turning, i.e. rout, of an army, Plb.1.19.11; cj. for ἔκκλημα in D.S.20.12.
III Gramm., inflected form, A.D. Synt.83.2.
2 form pronounced with grave accent, Id.Pron.90.12.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I abstr.
1 inclinación, pendiente τῶν ἐδάφων Plb.9.26a.8
•astr. inclinación del cielo en relación al curso aparente del sol y según la latitud en que se encuentra el observador, declinación τοῦ κόσμου Hipparch.1.3.5, 7.22, Gem.6.24, 16.14, Cleom.1.4.157, cf. Gem.6.26, Cleom.1.3.31
•declinación, latitud en la esfera celeste Gem.5.61, Ach.Tat.Intr.Arat.19, Vett.Val.303.24, 304.3
•en la terrestre τὸ τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης ἔ. Ptol.Alm.2.6, cf. Hipparch.1.3.10, Gem.5.47, 48.
2 media vuelta en la batalla, huida γενομένου ἐγκλίματος Plb.1.19.11, cf. 4.58.8, D.S.20.12 (cj., cf. ἔκκλιμα).
II concr.
1 rampa de escalones en la subida a una ciudad desde el puerto, Plb.5.59.9
•mec. pasarela, puente en una torre de asedio ὥστε τὸ ... τοῦ τείχους μέγεθος ἰσόπεδον εἶναι τῷ ἐγκλίματι Bito 55.10, cf. 8.
3 gram. forma o palabra flexiva verbal A.D.Synt.83.2
•forma o sílaba enclítica op. θέμα ἴδιον A.D.Pron.90.12.
German (Pape)
[Seite 708] τό, das Geneigte; bei den Gramm. ein inclinirtes Wort; – die Neigung, τῶν ἐδάφων Pol. 9, 21, 8; übertr., vom Heere, das Weichen, 1, 19, 11.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκλῐμα: ατος τό
1 наклон, покатость (ἐγκλίματα τῶν ἐδαφῶν Polyb.);
2 воен. отход, отступление Polyb.;
3 грам. энклитика.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκλιμα: τό, κλίσις, «κατήφορος», κατωφέρεια, Πολύβ. 9. 21, 8. ΙΙ. ἡ στροφὴ ἢ ἡ ἧττα στρατεύματος, ὁ αὐτὸς 1. 19, 11, Διόδ. 20. 92 (συνήθ. ἔκκλημα). ΙΙΙ. παρὰ γραμμ., ἐγκλιτικόν, ἐγκλιτικὴ λέξις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 115.
Greek Monolingual
ἔγκλιμα, το (Α)
1. κλίση, κατωφέρεια
2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση
3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση
4. επικλινής έκταση
5. γραμμ. εγκλιτική λέξη.