ἔλυμος

English (LSJ)

ὁ, (ἐλύω)
A case, quiver, Hsch.
II a kind of Phrygian pipe, made of boxwood, with a horn tip and bend in the left pipe, ἔλυμοι αὐλοί S.Fr.450,644, Call.Com.18; used by the Cyprians, Cratin.Jun.3.
III ἔλυμος, ἡ (masc. in plural, Procop.Pers.1.12), = μελίνη, millet, Hp.Mul.2.110, Ar.Fr.398, Plb.2.15.2, OGI55.16 (Telmessus, iii B.C.), Str.12.3.15, Dsc.2.98.

Spanish (DGE)

(ἔλῠμος) -ον
mús.
1 curvado, curvo ἔλυμοι αὐλοί S.Fr.450, 644, Call.Com.23, Cratin.Iun.3, tb. llamadas Φρύγιοι αὐλοί Ath.176f, cf. Poll.4.74
subst. ἔλυμοι· τὰ πρῶτα τῶν αὐλῶν, ἀφ' ὧν ἡ γλωσσίς Hsch.
2 tal vez cierto instrumento de cuerda Ath.636f.
3 subst. ὁ ἔ. funda o estuche de la cítara y el arco, Hsch.s.u. εἴλυμοι, cf. εἴλυμα 2.
• Etimología: v. εἰλύω.

ἔλῠμος, -ου, ὁ, ἡ
bot. panizo, mijo de Italia, Setaria italica (L.) Beauv., Hp.Mul.2.110, Ar.Fr.413, Thphr.HP 4.4.10, TAM 2.1.16 (Telmeso III a.C.), Plb.2.15.2, Str.12.3.15, Dsc.2.98, Gal.6.351, 15.454, Artem.1.68, Paus.6.26.8, Aët.2.266, cf. ἔλυμος· σπέρμα, ὃ ἕψοντες οἱ Λάκωνες ἐσθίουσιν Hsch.
• Etimología: De *H2elH1- ‘moler’ y rel. c. ἄλευρον, ἀλετών, etc. c. distinto grado vocálico.

German (Pape)

[Seite 803] ὁ, 1) Hülle, Bedeckung, Futteral, bes. für die Cither u. den Bogen, Hesych. – 2) eine Art Flöte aus Buchsbaum, Soph. u. Callias bei Ath. IV, 176 f. – 3) eine Getreideart, = μελίνη, italienische Hirse, Hippocr., Pol. 2, 15, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἔλῠμος:
1 (тж. ἔλυμοι αὐλοί) элим (фригийская свирель из букового дерева) Soph.;
2 просо Arph., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλῠμος: ὁ, (ἐλύω) «ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου θήκη» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος Φρυγίου αὐλοῦ πεποιημένου ἐκ πύξου μετ’ ἐπιστομίου ἐκ κέρατος, ἔλυμοι αὐλοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 398, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 7· ἐχρῶντο δὲ τῷ αὐλῷ τούτῳ καὶ οἱ Κύπριοι, Κρατῖνος ὁ νεώτερ. ἐν «Θηραμένει» 1. ΙΙΙ. εἶδος δημητριακοῦ καρποῦ, ἀλλαχοῦ μελίνη, Ἱππ. 638. 2, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 351, Πολύβ. 2. 15, 2. Ἴδε Δράκοντα σ. 68, 15.

Greek Monolingual

ο (Α ἔλυμος)
νεοελλ.
ονομασία φυτού της οικογένειας τών αγρωστιδών που φύεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις περιοχές
αρχ.
1. φρυγικός αυλός από ξύλο πύξου με κεράτινο επιστόμιο
2. η θήκη της κιθάρας και του τόξου..

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: millet (Hp., Ar.).
Other forms: In H. also ἔλεμος σπέρμα ὅπερ ἕψοντες Λάκωνες ἐσθίουσιν. Frisk (s.v. εἰλύω notes that the word also means Futteral: καὶ ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου θήκη H. (s.v. ἔλυμοι).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown (s. Schwyzer 494). Connection with ὄλυραι rice-wheat, οὑλαί (geschrotetes Getreide, Fick) is uncertain. Other doubtful connection in Prellwitz and Bq s. v. Fur. 246 suggests connection with ἐλίμαρ κέγχρῳ ὅμοιον (ἐλινη) η μελίνῃ ὑπὸ Λακώνων H., assuming Ϝ- > μ-; very unclear. May be Pre-Greek.
See also: s. εἰλύω.
2.
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: name of a Phrygian pipe (S.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: I see no reason for a connection with εἰλύω.

Frisk Etymology German

ἔλυμος: 1.
{élumos}
Meaning: N. einer phrygischen Pfeife
See also: s. εἰλύω.
Page 1,503
2.
{élumos}
Forms: Bei H. auch ἔλεμος· σπέρμα ὅπερ ἕψοντες Λάκωνες ἐσθίουσιν.
Grammar: f. (m.)
Meaning: Hirse (Hp., Ar., hell. u. spät).
Composita: Keine Komposita oder Ableitungen.
Etymology: Kulturwort unbekannter Herkunft (vgl. Schwyzer 494). Die Zusammenstellung mit ὄλυραι Speltkörner, οὐλαί geschrotetes Getreide (Fick) oder gar mit ἀλέω mahlen (J. Schmidt KZ 32, 382) steht auf sehr schwachen Füßen, s. WP. 1, 89 Anm. 1. Weitere zweifelhafte oder unhaltbare Kombinationen bei Prellwitz und Bq s. v.
Page 1,503