ἡδύφρων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, sweet-minded, AP9.525.8.

German (Pape)

[Seite 1155] heißt Apollo, Anth. (IX, 525), heiteres Sinnes.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
bienveillant, propice.
Étymologie: ἡδύς, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύφρων: 2, gen. ονος благосклонный, милостивый, ласковый (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ἡδέα, καλὰ φρονῶν, διανοούμενος, εὔνους, Ἀπόλλων Ἄνθ. Π. 9. 525.

Greek Monolingual

ἡδύφρων, -όνος, ὁ (Μ)
αυτός που φρονεί καλά, ευνοϊκός, ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φρων (< φρην), πρβλ. άφρων, δαΐφρων].

Greek Monotonic

ἡδύφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που σκέπτεται ευχάριστα, που διανοείται καλά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡδύ-φρων, ονος, φρήν
sweet-minded, Anth.