ἰδιοφεγγής

English (LSJ)

ἰδιοφεγγές, self-shining, of the moon, v.l. in Placit.2.28.4.

German (Pape)

[Seite 1237] ές, mit eigenem Lichte leuchtend, Stob. ecl. phys.1 p. 556.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοφεγγής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ φέγγων, ἔχων ἴδιον φέγγος, ἐπὶ τῆς σελήνης, Ἀντιφῶν ἰδιοφεγγῆ τὴν Σελήνην Στοβ. Ἐκλογ. 1. 556.

Greek Monolingual

ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιοφεγγής, χρυσοφεγγής