ἰξοφόρος
English (LSJ)
ἰξοφόρον,
A having mistletoe growing thereon, δρύες S.Fr.403: read by Agathocl. in Il.14.398.
II limed, δόναξ Opp.H.1.32.
German (Pape)
[Seite 1255] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v.l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui porte ou produit de la glu;
2 englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἰξοφόρος: покрывающийся омелой или дающий птичий клей (δρῦς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοφόρος: -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ ἰξός, ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόναξ Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.
Greek Monolingual
ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.