ἰσοψηφία

English (LSJ)

ἡ,
A equality of votes, D.H.7.64.
II equal right to vote, Plu.CG9.

German (Pape)

[Seite 1268] Gleichheit der Stimmen; διὰ τὴν ἰσοψηφίαν ἀπελύετο D. Hal. 7, 64; gleiches Stimmrecht, Plut. C. Gracch. 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
droit égal de voter.
Étymologie: ἰσόψηφος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοψηφία:равное право голоса Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοψηφία: ἡ, ἰσότης ψήφων, διὰ τὴν ἰσοψηφίαν ἀπελύετο Διον. Ἁλ. 7. 64. ΙΙ. ἴσον δικαίωμα ψήφου, τοῖς Λατίνοις ἰσοψηφίαν διδοῦς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 9.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοψηφία) ισόψηφος
η συγκέντρωση ίσου αριθμού ψήφων σε μια ψηφοφορία
αρχ.
ισότητα στο δικαίωμα ψήφου.

Greek Monotonic

ἰσοψηφία: ἡ, ισότητα ψήφων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἰσοψηφία, ἡ,
equal right to vote, Plut. [from ἰσόψηφος