ἰσόψηφος
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ἰσόψηφον,
A with an equal number of votes or by an equal number of votes, ἢν ἰ. κριθῇ A.Eu.741; ἰσόψηφος δίκη ib.795.
II having an equal vote with others, ξύμμαχοι Th.1.141, cf. 3.11; of a commander, ib.79; ποιεῖν [δύναμιν] ἰσόψηφόν τινι Pl.Lg.692a; of communities, possessing an equal franchise, ἐλευθερώσας τήνδ' ἰ. πόλιν E.Supp.353.
2 voting alike, D.H.4.20.
III equal in numerical value, of words in which the values of letters added together make up the same sum, Δαμαγόραν καὶ λοιμὸν ἰσόψηφόν τις ἀκούσας (both words make up 270), AP11.334; ἰσόψηφος δυσὶ τούτοις Γάϊος ὡς ἅγιος, ὡς ἀγαθὸς προλέγω IGRom.4.743 (Eumenia), cf. Gell.14.6.4, Artem.3.34, 4.24; for examples cf. the epigrams of Leonidas, AP6.321 sqq.
2 ἰσόψηφος ἑστία, name of a plaster, containing a number of drachms equal to the numerical value of its name, Nech. ap. Aët.15.13.
German (Pape)
[Seite 1268] gleichstimmig; – 1) gleiches Stimmrecht habend, πόλις Eur. Suppl. 353, σύμμαχοι Thuc. 1, 141; von gleichem Gewichte, gleichem Ansehen, τὴν γερόντων δύναμιν ἰσόψηφον εἰς τὰ μέγιστα τῇ τῶν βασιλέων ποιήσας δυνάμει Plat. Legg. III, 692 a; vgl. D. Hal. 2, 46. 4, 20. – 2) gleich viel Stimmen habend; νικᾷ δ' Ὀρέστης κἂν ἰσόψηφος κριθῇ Aesch. Eum. 711; δίκη, mit Stimmengleichheit, 762. – 3) gleich viel an Zahl betragend, wenn man die einzelnen Buchstaben eines Wortes od. einer Zeile nach ihrem Zahlenwerte zusammenzählt u. dann eben so viel wie bei einem andern Worte od. einer andern Zeile herauskommt, z. B. Δαμαγόραν καὶ λοιμὸν ἰσόψηφόν τις ἀκούσας Ep. ad. 85 (XI, 334), die Buchstaben geben die Zahl 270; Epigramme der Art, wo die einzelnen Zeilen gleiche Summe geben, machte Leon. Al., die in der Anth. Pal. zusammenstehen (VI, 321 – 329.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui obtient un nombre de suffrages également partagé;
2 qui a un égal droit de vote.
Étymologie: ἴσος, ψῆφος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόψηφος:
1 имеющий равное право голоса, равноправный (πόλις Eur.; σύμμαχοι Thuc.; πολῖται Plut.): τὴν γερόντων δύναμιν ἰσόψηφον τῇ τῶν βασιλέων ποιεῖν δυνάμει Plat. сделать власть геронтов (старейшин) равной власти царей;
2 имеющий равное число голосов: ἰ. κριθῆναι Aesch. получить (по жребию) половину голосов (в свою пользу); ἰ. δίκη Aesch. разделившиеся пополам голоса судей;
3 (о словах, буквы которых в числовом их выражении складываются) равный по числовому достоинству Anth. (напр., κήλη и ζημία = по 66, Δαμαγόραν и λοιμόν по 270).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόψηφος: -ον, ἔχων ἢ λαμβάνων ἴσον ἀριθμὸν ψήφων, ἢ δι’ ἴσου ἀριθμοῦ ψήφων, νικᾷ δ’ Ὀρέστης, κἂν ἰσόψηφος κριθῇ Αἰσχύλ. Εὐμ. 741· δίκη ἰσ. αὐτόθι 795. ΙΙ. ἔχων ἴσην ψῆφον μετ’ ἄλλων, ἔχων ἴσην δύναμιν, ἰσόψηφοι ξύμμαχοι Θουκ. 1. 141, πρβλ. 3. 11, 79· ποιεῖν τινα ἰσόψηφόν τινι Πλάτ. Νόμ. 692Α· ἐπὶ ὁλοκλήρου πόλεως, ἡ ἔχουσα ἴσον δικαίωμα ψήφων, ἐλευθερώσας τήνδ’ ἰσόψηφον πόλιν Εὐρ. Ἱκέτ. 353. ΙΙΙ. λέξεις ἢ στίχοι λέγονται ἰσόψηφοι, ὅταν τὰ γράμματα αὐτῶν παράγωσιν ἀριθμὸν ἴσον τῷ ἀριθμῷ ὃν δίδουσι τὰ γράμματα ἄλλης λέξεως, ὡς π.χ. ἡ λέξις κήλη (20+8+30+8=66) εἶναι ἰσόψηφος τῇ λ. ζημία (7+8+40+10+1=66), πρβλ. τὰς λέξεις Δαμαγόραν καὶ λοιμὸν Ἀνθ. Παλ. 11. 334, Συλλ. Ἐπιγρ. 3544-6, Ἀνθ. Π. 6. 231-329, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 3. 34., 4. 26, Γέλλ. 14. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόψηφος, -ον)
αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο
αρχ.
1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη
2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο
3. (για λέξεις ή στίχους) αυτοί που όταν τα γράμματά τους αριθμηθούν μαζί κατά την αριθμητική τους σημασία παράγουν τον ίδιο αριθμό («Δαμαγόραν καὶ λοιμὸν ἰσόψηφόν τις ἀκούσας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ψηφος (< ψήφος), πρβλ. λεπτόψηφος, νεόψηφος].
Greek Monotonic
ἰσόψηφος: -ον, I. αυτός που έχει ή λαμβάνει ίσο αριθμό ψήφων, σε Αισχύλ.
II. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, ίσο δικαίωμα ψήφου, ίση δύναμη, σε Ευρ., Θουκ.
Middle Liddell
ἰσό-ψηφος, ον
I. with or by an equal number of votes, Aesch.
II. having an equal vote with others, equal in authority, Eur., Thuc.