ἰσόψυχος
English (LSJ)
ἰσόψυχον,
A of equal spirit, κράτος ἰσόψυχον A.Ag.1470 (lyr.). Adv. ἰσοψύχως, μάχεσθαι Eust.831.52.
2 of like soul, of equal soul, of like mind, equal to the soul, precious, of equal feelings, Ep.Phil.2.20.
German (Pape)
[Seite 1268] gleich an Seele, gleichmütig, Aesch. Ag. 1449 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'âme ou les sentiments sont les mêmes.
Étymologie: ἴσος, ψυχή.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόψῡχος:
1 единодушный, одинаковый по духу (κράτος Aesch.);
2 равный по преданности или по усердию NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόψῡχος: -ον, ἔχων ἴσην ἐνέργειαν ψυχῆς, κράτος ἰσόψυχον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1470. ― Ἐπίρρ. -χως, Εὐστ. 831, 52. 2) ἔχων ὁμοίαν ψυχήν, ἔχων τὰ αὐτὰ αἰσθήματα, ὁμοφρονῶν, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 20.
English (Strong)
from ἴσος and ψυχή; of similar spirit: like-minded.
English (Thayer)
ἰσόψυχον (ἴσος and ψυχή), equal in soul (A. V. like-minded) (Vulg. unanimus): Aeschylus Ag. 1470.)
Greek Monolingual
ἰσόψυχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον
αρχ.
αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον.
επίρρ...
ἰσοψύχως (Μ)
γενναίως, ανδρείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, σκληρόψυχος].
Greek Monotonic
ἰσόψῡχος: -ον (ψυχή)·
1. αυτός που έχει ίση ψυχική ενέργεια, κράτος ἰσόψυχον, σε Αισχύλ.
2. αυτός που έχει όμοια ψυχή ή ίδια αισθήματα, ομόνοος, ομοϊδεάτης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἰσό-ψῡχος, ον ψυχή
1. of equal spirit, κράτος ἰς. Aesch.
2. of like soul or mind, NTest.
Chinese
原文音譯:„sÒyucoj 衣所-普需何士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-涼爽的
字義溯源:相似的心靈,魂相似的,心思相似的,同心,靈相似的,有相似心思的;由(ἴσος)*=相似)與(ψυχή)=呼吸,氣息)組成;而 (ψυχή)出自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 同心(1) 腓2:20