ἱππαστί
English (LSJ)
Adv. like a horseman, καθίζειν Hsch.
German (Pape)
[Seite 1258] rittlings, mit gespreizten Schenkeln, καθίζειν Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαστί: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον ἱππέως, «ἱππαστὶ καθίζειν· ὅταν οἱ παῖδες ἐπὶ τῶν ὤμων περιβάδην καθέζωνται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(Α ἱππαστί)
επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ- του ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. -τί. (πρβλ. α-γελασ-τί < θ. γελάσ- του γελώ, α-δαμασ-τί < θ. δαμασ- του δάμνῃμι «δαμάζω»)].